Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Φωτογραφίες του Λεωνίδα Γεωργιάδη και Ιωάννη Κωνσταντινίδη.

Αυτή η φωτογραφία κάδρο είναι πριν το 1866 που την μεγέθυνε ο αείμνηστος Γουβιανός δάσκαλος και πρώην δήμαρχος Επισκοπής Δημήτρης Καπετανάκης και είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο μου “Ο Γουβιανός Λεωνίδας Γεωργιάδης Λόγιος 1832; - 1870” το 1994. Αριστερά ο Γουβιανός Γιώργης Γεωργιάδης Λόγιος και δεξιά ο αδερφός του Λεωνίδας Γεωργιάδης Λόγιος, δάσκαλος, φιλόλογος, νομικός, πολιτικός και εκλεγμένος τη 2/2/1868 Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής της Επαναστατικής Κυβέρνησης της Κρήτης.

Το άγαλμα του Γουβιανού Εθνικού ποιητή και λυράρη, Ιωάννη Κωνσταντινίδη, στην κεντρική πλατεία της Καβάλας. Είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο μου "Ο Γουβιανός Λεωνίδας Γεωργιάδης Λόγιος 1832-1870" του 1994.

Ο Γουβιανός Μπαριτάκης Βαγγέλης καταθέτει στεφάνι το 1986 εκ μέρους του Συλλόγου Γουβών και της Κρήτης στο άγαλμα του Γουβιανού Εθνικού ποιητή και λυράρη Ιωάννη Κωνσταντινίδη (1848-1917) στην κεντρική πλατεία της Καβάλας που τον τιμά.

Γιατί η Κρήτη πρέπει να τιμά τη Σύρο; - Γιατί η Κρήτη δεν τιμά τη Σύρο;

Γιατί η Κρήτη πρέπει να τιμά τη Σύρο; - Γιατί η Κρήτη δεν τιμά τη Σύρο;



Του Βαγγέλη Μπαριτάκη

Τα τελευταία χρόνια κάνω έρευνες στην Κρήτη και στην Σύρο για τις βοήθειες που προσέφερε η Σύρος τον προπερασμένο αιώνα στον σκλαβωμένο και επαναστατημένο κρητικό λαό. Μετά από αυτές τις έρευνες έμαθα καλά ότι είναι σωστά καταγραμμένα στην Κρητική και Συριανή ιστορία ότι τα χρόνια εκείνα αμέτρητες φορές η Κρήτη τροφοδοτούταν από τη Σύρο με στρατιώτες, μπαρούτια, όπλα, τρόφιμα και ιδιαίτερα στη μεγάλη κρητική επανάσταση του 1866-69, για να ξεσκλαβωθεί ο κρητικός λαός από τον τουρκικό ζυγό. Δεν ήταν όμως μόνο αυτές οι βοήθειες που προσέφερε η Σύρος στη σκλαβωμένη Κρήτη. Επειδή τα χρόνια εκείνα η Σύρος ήταν από τα πιο βιομηχανικά και εμπορικά νησιά της Μεσογείου, με ισχυρή οικονομία και άμυνα, δε μπορούσαν οι τούρκοι να την υποτάξουν και να την ελέγχουν ολοκληρωτικά. Για αυτό, τον προπερασμένο αιώνα, σχεδόν όλοι οι Κρητικοί επαναστάτες που ήταν επικηρυγμένοι από τους Τούρκους, πήγαιναν στη Σύρο σαν πρόσφυγες για να σωθούν. Όταν οι Κρητικοί επικηρυγμένοι έφταναν στην Ερμούπολη, οι κάτοικοι της τους καλωσόριζαν, τους φιλοξενούσαν, τους διέθεταν ορισμένους χώρους να κοιμούνται, τους έδιναν ρούχα, τρόφιμα, τους έβρισκαν δουλειές για να μπορούν να αυτοσυντηρούνται, να επιβιώνουν για να αγωνίζονται και από τη Σύρο για τη λευτεριά μας. Αυτές τις ιστορικές αλήθειες τις ξέρουν καλά πολλές χιλιάδες κρητικοί και ακόμα καλύτερα τις ξέρουν οι ιστορικοί, κάποιοι πανεπιστημιακοί επιστήμονες και οι ανώτατοι εκλεγμένοι υπεύθυνοι της Κρήτης. Δυστυχώς όμως όλοι εμείς οι Κρητικοί σαν απόγονοι των επαναστατών προγόνων μας δεν τιμήσαμε και δεν τιμούμε γι’ αυτά τα θέματα τον συριανό λαό στον οποίο έχουμε υποχρέωση. Για να διαβάσουν στην Κρήτη και να μάθουν αυτά τα γεγονότα, τα δημοσίευσα συγκεντρωτικά στις 28/6/2011 στην ηρακλειώτικη εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ», σε ένα άρθρο με τίτλο «Η Κρήτη πρέπει να τιμά τη Σύρο». Δυστυχώς όμως και αυτή η προσπάθειά μου δεν έγινε αιτία για να τιμήσει η Κρήτη τη Σύρο, που αυτό για εμένα ήταν προσβολή του αγώνα μου και ταπείνωση της νοημοσύνης μου. Γι’ αυτό έκανα αιτήσεις-επιστολές-παράπονα προς την περιφέρεια Κρήτης, προς τις τέσσερις αντιπεριφέρειες Κρήτης και προς τους τέσσερις μεγαλύτερους δήμους των νομών τις Κρήτης, για να τιμήσει η Κρήτη τη Σύρο. Δυστυχώς όμως και πάλι η Κρήτη δεν τίμησε τη Σύρο. Έτσι εγώ απελπισμένος από την αποτυχία αυτών των προσπαθειών μου, ανέφερα το παράπονο μου με μια επιστολή προς την Ακαδημία Αθηνών, στο ανώτατο πολιτιστικό ίδρυμα της ιστορίας, της παράδοσης, του πολιτισμού, της τέχνης, που κάτω από τη σκεπή της κρίνονται και υποστηρίζονται πολλά καλά ανθρωποδημιουργήματα μας. Μετά από κάμποσες μέρες, η Ακαδημία Αθηνών μου έστειλε την παρακάτω ενημερωτική επιστολή:



(Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα "Πατρίς" 2/1/2012) 

Δύο Γουβιανοί αγωνιστές στη Σύρο

Δύο Γουβιανοί αγωνιστές στη Σύρο
Γράφει ο Βαγγέλης Μπαριτάκης

Πριν από λίγες μέρες πήγα με τη γυναίκα μου διακοπές στα Κυκλαδονήσια με στόχο να καταλήξω στην Ερμούπολη της Σύρου, για να πατήσω τα πόδια μου στα χώματα που αγωνίζονταν οι δυο χωριανοί μου Γουβιανοί εθνικοί αγωνιστές, ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης, από το 1867 έως το 1882 και ο πολιτικός επαναστάτης Λεωνίδας Γεωργιάδης Λόγιος, από το 1869 έως το 1870.

Πριν πάω στην Ερμούπολη είχα περάσει από τη Νάξο. Όταν ανέβηκα στο κάστρο της χώρας της Νάξου, είδα ένα παραδοσιακό δρόμο με το όνομα «Οδός Νίκου Καζαντζάκη». Προχωρώντας για να μπω σε αυτό το κάστρο που τώρα είναι το αρχαιολογικό μουσείο της Νάξου, λίγο πριν μπω μέσα, είδα μια μαρμάρινη πλάκα που έγραφε: «ΣΤΟ ΚΤΙΡΙΟ ΑΥΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΟΠΟΥ ΦΟΙΤΗΣΕ Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ 1897 ΕΩΣ ΤΟ 1898». Όλοι οι ξεναγοί όταν πάνε στο αρχαιολογικό μουσείο, εξηγούν στους περιηγητές ότι εκεί ήταν φοιτητής ο Νίκος Καζαντζάκης. Με αυτό τον τρόπο τιμούν και θα τιμούν τον δικό μας στοχαστή, Νίκο Καζαντζάκη. Από αυτή την πραγματικότητα στη Νάξο, πήρα κουράγιο και όταν πήγα στην Ερμούπολη, είπα ότι πρέπει να κάνω έρευνες έτσι ώστε να τιμηθούν οι αγώνες των δύο Γουβιανών και στη Σύρο. Έκανα έρευνες για τα ίχνη των αγώνων τους στο ιστορικό αρχείο Ερμούπολης, στη δημοτική βιβλιοθήκη Ερμούπολης, σε παλιές εφημερίδες και αλλού. Όπου και να πήγα στην Ερμούπολη, με καλωσόριζαν, με καλοδεχόντουσαν και με εξυπηρετούσαν. Κι εγώ τους δώρισα έγγραφα, φωτογραφίες και άλλα στοιχεία για να γνωρίσουν αυτούς τους τίμιους Γουβιανούς αγωνιστές. Δεν πρέπει όμως να παραλείψω να γράψω λίγα λόγια για την Ερμούπολη της Σύρου, την πρωτεύουσα των Κυκλάδων. Όταν την αντίκρισα μέσα από το καράβι, δεν φανταζόμουν ότι θα ήταν τόσο όμορφη. Τα περισσότερα κτήρια της Ερμούπολης ήταν τριώροφα, με νεοκλασική αρχιτεκτονική και όλες τους οι προσόψεις ήταν χτισμένες με ομορφοπελεκιμένα μάρμαρα. Από τα πιο μεγαλοπρεπή κτήρια είναι το δημαρχείο της Ερμούπολης που με την έμπνευση και τη μελέτη του Γερμανού αρχιτέκτονα Τσίλερ, θεμελιώθηκε από το 1876 έως το 1899. Είναι επίσης χτισμένο με ομορφοπελεκιμένα μάρμαρα και είναι πιο όμορφο από τη βουλή των Ελλήνων. Από αριστερά του είναι χτισμένο ένα μικρότερο κτήριο, η Δημοτική βιβλιοθήκη της Ερμούπολης και από δεξιά του ένα άλλο πιο μικρό κτήριο, το ιστορικό αρχείο της Ερμούπολης. Μπροστά από το δημαρχείο είναι η πλατεία του Ανδρέα Μιαούλη, όπου υπάρχει και ο ανδριάντας του. Πολλές προτομές υπάρχουν έξω από το δημαρχείο, όπως του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Δημήτρη Βικέλα, του Γιώργου Σουρή και άλλων. Άλλα σημαντικά κτήρια της Ερμούπολης είναι ο πολιούχος Άγιος Νικόλαος που θεμελιώθηκε το 1948-1870, το θέατρο «Απόλλων» το οποίο είναι μια μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου. Υπάρχει ακόμα, το Κέντρο Τεχνικού Πολιτιστικού Βιομηχανικού Μουσείου που εγκαινιάστηκε το 1999 και κατά μήκος του μόλου του λιμανιού δεσπόζει από το 1834, το μεγάλο δημόσιο νεοκλασικό συγκρότημα του τελωνείου και των αποθηκών δια μετακομίσεως με σπάνιο αρχιτεκτονικό σχήμα. Για τα ναυπηγεία της Ερμούπολης αναφέρεται στην ιστορία ότι το 1835 δούλευαν εκεί 2000 άτομα στη ναυπηγοξυλουργική και ότι το 1854 κατασκευάστηκε στη Σύρο το πρώτο ελληνικό ατμόπλοιο. Τον προπερασμένο αιώνα, η Ερμούπολη ήταν βιομηχανική, εμπορική και διακομιστική πόλη. Εκεί υπήρχαν ελληνικά, μεσογειακά και ευρωπαϊκά κεφάλαια πράγμα που σημαίνει ότι ήταν μεγάλη οικονομική δύναμη. Γι αυτό οι Τούρκοι δεν μπορούσαν τα χρόνια εκείνα να κάνουν την Ερμούπολη τσιφλίκι τους. Μετά την έκρηξη της επανάστασης της Κρήτης το 1866-69, η Σύρος γίνεται η κυριότερη βάση υλικής και ηθικής συμπαράστασης στους αγωνιζόμενους Κρήτες, αφού η ελληνική ατμοπλοΐα, διέθετε για το σκοπό αυτό σειρά πλοίων με επικίνδυνες και επιτυχείς αποστολές, αλλά και απώλειες, από το 1866 έως το 1869. Από το 1852 που οι πρώτοι Κρήτες πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί στην Ερμούπολη, μέχρι το 1922, η Σύρος γίνεται μεγάλος δείκτης όλων των κατατρεγμένων Ελλήνων και για μια ακόμη φορά μετατρέπεται σε μια δεύτερη πατρίδα για χιλιάδες πρόσφυγες. Στο τελευταίο τέταρτο του προπερασμένου αιώνα, ο πληθυσμός της Ερμούπολης είχε φτάσει στους 22.104 κατοίκους. Έτσι η Ερμούπολη είχε βρεθεί στην σοβαρότερη καμπή της ιστορίας της. Το νησί ολόκληρο, το 1889, αριθμούσε 31.573 κατοίκους: τον μεγαλύτερο πληθυσμό που είχε ποτέ. Την εποχή της επανάστασης της Κρήτης, η Σύρος καλωσόριζε και βοηθούσε όσο μπορούσε τους Κρητικούς επικηρυγμένους επαναστάτες. Γι αυτό πάντα η Κρήτη πρέπει να αναγνωρίζει, να αξιοποιεί και να τιμά αυτή την πραγματικότητα. Η Κρήτη και η Σύρος πρέπει να διδυμοποιηθούν, να συνεργάζονται στην ιστορία και τον πολιτισμό. Η Κρήτη πρέπει να τιμήσει την Σύρο, γιατί έχει υποχρέωση. Και οι Γούβες, ο τόπος του Ιωάννη Κωνσταντινίδη (1848-1917) και του πολιτικού επαναστάτη Λεωνίδα Γεωργιάδη Λόγιου (1832-1870), πρέπει να κάνουν ειδικές αναγνωρίσεις για τη σχέση που είχαν οι αγωνιστές τους με τη Σύρο.


Στη Σύρο πήγα κι εύρηκα τάφους νεκροταφείου,

κι ένα γαρύφαλλο ‘ριξα στη μνήμη του Λογίου

Γιατί ‘ναι κεια τα κόκκαλα

του Λόγιου θαμμένα,

μνημονεμένα κι έντιμα

τα ‘χουμε ξεχασμένα.

Κωνσταντινίδη που ‘γραψες

στο Λόγιο ποίημα ένα,

για να καταλαβαίνουμε

ήντα ‘χενε σερμένα.

...........................................................................................
(Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα "Πατρίς" 23/8/2010) 

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΓΟΥΒΙΑΝΟ ΜΑΣΤΡΟΓΙΩΡΓΗ ΜΠΑΡΙΤΑΚΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΝΙΚΟ ΨΙΛΑΚΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ (ΙΟΥΛΙΟΣ- ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1985) ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ ‘’ΟΙ ΓΟΥΒΕΣ’’ (1999)


Τότε που χτίζαμε καμινάδες...

   Μορφή ρυτιδιασμένη σήμερα ο Μαστρογιώργης Μπαριτάκης από τις Γούβες, διατηρεί μια θαυμάσια μνήμη. Μια μνήμη που περιπλανάται στην προπολέμικη Κρήτη, τότε που φτιάχναμε την (παλιά) εθνική οδό, στους ατμολέβητες που έφτιαχνε ή ακόμη στις τεράστιες καμινάδες εργοστασίων που έχτιζε. Ο Μαστρογιώργης είναι ο τελευταίος μάστορας που γνωρίζει τα μυστικά αυτών των κατασκευών.
    Σήμερα είναι μια μορφή γραφική, ρυτιδιασμένη. Οι ρυτίδες πλέκονται πάνω στο γέρικο πρόσωπο του και οι κάθε λογής φωτογράφοι, Έλληνες και ξένοι, τον σημαδεύουν ασταμάτητα με τους φακούς. Ανελέητα τον έκαναν στόχαστρο και αξιοθέατο συνάμα. Είναι ο Μαστρογιώργης ή αλλιώς Γιώργης Μπαριτάκης, από τις Γούβες το τουριστικό χωριό της Πεδιάδας. Έχει κάνει το γύρο του κόσμου ο Μαστρογιώργης με τη φωτογραφία του.Τον έχουν στείλει σε εκθέσεις, τον έχουν φορτώσει με μετάλλια...
   Σήμερα, λοιπόν, ο Μαστρογιώργης είναι... τουριστικόν αξιοθέατον, καθώς η ρυτιδιασμένη μορφή του προκαλεί τους φωτογραφούς. Παλιότερα όμως δεν ήταν έτσι. Στα νιάτα του ήταν ανήσυχος και φιλομαθής.
   Χωρίς ειδικές γνώσεις κατάφερε να γνωρίσει τον ατμό, να μάθει τα μυστικά του και να γίνει ατμομηχανικός. Δίδαξε μάλιστα κιόλας από 2-3 φορές στα Γυμνάσια Ηρακλείου Καστελλίου Πεδιάδας και Αγίου Νικολάου.
   Στα 1925 άρχισε να κατασκευάζεται η παλιά Εθνική οδός Ηρακλείου-Νεαπόλεως-Αγ.Νικολάου. 16χρονο παιδί ο Γιώργης Μπαριτάκης δουλεύει δωρεάν. Και μαθαίνει να πελεκά τις πέτρες και να χτίζει γέφυρες.
   Εκείνο όμως που είναι πιο εντυπωσιακό στην πορεία του Μαστρογιώργη είναι η εμπειρία τους στις ψηλές καμινάδες με τούβλα.
Τέτοιες καμινάδες έμαθε να χτίζει παράλληλα με τους ατμολέβητες και τους φούρνους.
-          Ποιος σου έδειξε Μαστρογιώργη να χτίζεις τέτοιες καμινάδες;
-          Κανένας. Μόνος μου έμαθα στηριζόμενος στη γεωμετρία που έμαθα στο Δημοτικό.
-          Ποιες καμινάδες έχεις χτίσει;
-          Του Μέταξα στη Χερσόνησο, της ΕΒΓΗ στο Ηράκλειο, της Ένωσης Πεζών, της Βιάννου και άλλες.
-          Πόση ήταν η πιο ψηλή καμινάδα που έφτιαξες;
-          40 μέτρα.
-          Και δε φοβόσουνα ν’ανεβαίνεις τόσο ψηλά;
-          Συνήθιζα. Αλλά και οι καμινάδες όταν φυσούσε άερας κουνιόντουσαν. Μια καμινάδα που έχει ύψος 40 μέτρων κουνιέται πολύ. Σαν να κάνει τραμπάλα. Με ρωτόυσαν καμιά φορά πως δεν φοβόμουνα με τον άερα πάνω στην καμινάδα και τους απαντούσα πως νοιώθω ασφάλεια μόνο όταν φυσάει πολύς άνεμος.
-          Ήταν φυσικό να κουνιούνται οι καμινάδες;
-          Βέβαια. Και σήμερα που τις βλέπουμε κουνιούνται. Κάθε πρωί που ανέβαινα πάνω, τις  κουνούσα έγω ο ίδιος. Αν κουνούσαν ομοιόμορφα απ’ολες τις μεριές τότε εσήμαινε πως ήταν καλές.
-          Είναι εύκολη δουλεία;
-          Η καμινάδα είναι το ευκολότερο χτίρι που υπάρχει, αλλά είναι σαν το βιολί που για να το παίξεις πρέπει να ξέρεις πρώτα να το κουρδίσεις. Η κλίση για κάθε καμινάδα δεν έπρεπε να ξεπερνά το 2,5%.
-          Πριν απο σένα υπήρχε άλλος μάστορας για κάμινάδες στην Κρήτη;
-          Ναι. Ένας Γάλλος. Τον έλεγαν Αντώνη Λαναρίμο. Αυτός έχτισε την καμινάδα της <<Αθηνάς>> το 1907 και τις καμινάδες των Μαμαλάκηδων στη Μεσσαρά. Τον γνώρισα και μιλήσαμε πολλές φορές. Παντρεύτηκε στην Αγιά Γαλήνη. Υπήρχε και άλλος ένας που έφτιαχνε καμινάδες, ο Κωνσταντινίδης από το χωριό μου, τις Γουβες.
-          Τι άλλο έχεις χτίσει;
-          Ατμολέβητες για οινοποιεία και φούρνους. Μόνο στη Γεράπετο έφτιαξα 5 ατμοκάζανα. 

     Εκείνα τα σκληρά ρυτιδιασμένα χέρια που χτίζανε καμινάδες ύψους 40 μέτρων, κρατούσανε τα βράδυα το μαντολίνο. Έπαιζε και μαντολίνο ο Μαστρογιωργης. Με τον Σπανό, τον γνωστό παλιό κρητικό λυράρη και τον Καλλιακαντώνη. Χωριανοί του κι οι δυο. Και φίλοι.
     Τα χρόνια λοιπόν πέρασαν. Και οι καμινάδες έγιναν τώρα ρυτίδες που αυλακώνουν το πρόσωπο του. Ρυτίδες που  διασταυρώνονται και φαντάζουν στο καφενείο του τουριστικού-πια-χωριού του.
    Είναι μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία, ένας κυριολεχτικά πολυτεχνίτης άνθρωπος του παλιού καιρού. Δραστήριος κι ενεργητικός κατάφερε να μάθει μόνος του να κατασκεύαζει αυτές τις τεράστιες καμινάδες που βλέπουμε στα παλιά εργοστάσια.

   Και είναι σήμερα ο Μαστρογώργης ο τελευταίος τεχνίτης στην Κρήτη που γνωρίζει να φτιάχνει τέτοιες καμινάδες.

Ο Γουβιανός Μαστρογιώργης Μπαριτάκης (1909-1988)


Ο Γουβιανός Μαστρογιώργης Μπαριτάκης (1909-1988)

 
Μια πολυεκθεμένη και πολυβραβευμένη φωτογραφία του πατέρα μου Μαστρογιώργη Μπαριτάκη από το βιβλίο της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρίας Διεθνών Φωτογραφιών. Παράρτημα Ηρακλείου 1998. Η φωτογραφία είναι του Γ. Μάρκογλου, παλιού φίλου του Μαστρογιώργη.

 
Γουβιανή ρυτιδιασμένη μορφή του πατέρα μου Μαστρογιώργη Μπαριτάκη από το περιοδικό Κρητικές Εικόνες. Η φωτογράφηση έγινε από τον φωτογράφο Μανώλη Αντωνακάκη φίλο του Μαστρογιώργη και πρώην Διευθυντή της Ενώσεως Πεζών.



Αυτή η φωτογραφία του Μαστρογιώργη Μπαριτάκη τραβηγμένη από τον Αντωνακάκη Μανώλη AFIAP, δημοσιευμένη στον τόμο της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρίας Κρήτης του 2008.




ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΟΥΒΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ ΛΑΣΙΘΙΟΥ

ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΟΥΒΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ ΛΑΣΙΘΙΟΥ
 
Του Βαγγέλη Μπαριτάκη

Πριν από εκατοντάδες ή χιλιάδες χρόνια, οι λασιθιότες είχαν καλές σχέσεις με τους γουβιανούς και μια αιτία αυτών των καλών σχέσεων ήταν ότι εκείνα τα χρόνια το οροπέδιο Λασιθίου ήταν τους χειμερινούς μήνες παγωμένο σα να ήταν ο βόρειος πόλος της ανατολικής Κρήτης. Και ενώ κάθε καλοκαίρι το Λασίθι ήταν η γη της επαγγελίας, αντίθετα το χειμώνα ήταν παγωμένο, αποκλεισμένο από τις βαρυχειμωνιές και τα χιόνια. Γι αυτό οι λασιθιότες κατέβαιναν κάθε φθινόπωρο από το οροπέδιο, κοντά στις παραλίες και στις Γούβες, που δεν είχαν χιόνια το χειμώνα. Στη συνέχεια οι λασιθιότες αγόραζαν σιγά σιγά χωράφια, λιόφυτα, έχτιζαν με πέτρες μαγατζέδες, μετοχόσπιτα, έφτιαχναν αλώνια, μάζευαν ελιές, όργωναν με τα ζευγάρια, έσπερναν, θέριζαν, αλώνευαν και μετά πήγαιναν στο Λασίθι για άλλες δουλειές. Οι λασιθιότες είχαν χτίσει σπίτια μέσα στις Γούβες και στη γουβιανή περιοχή στη δυτική όχθη του Αποσελέμη είχαν χτίσει μετοχόσπιτα σε αυτή την περιοχή που ονόμαζαν «παπαδιανά». Οι οροπεδιότες έρχονταν πεζοί από το Λασίθι στις Γούβες με ολοήμερες πορείες μαζί με τα ωζά τους. Αιγοπρόβατα, με τις ματζέτες, τις αϊλιές, τα βούγια και πάνω στα γαϊδουρομούλαρα τους φόρτωναν κοκκινοπατάτες, φιρίκια μήλα, καρύδια, αμύγδαλα, τυρί,   πεντανόστιμο λασιθιότικο παξιμάδι και άλλα χρειαζόμενα ήδη για να ξεχειμωνιάζουν. Οι γουβιανοί πάντα είχαν καλές σχέσεις με τους οροπεδιότες και ιδιαίτερα με τους μέσα λασιθιότες, με τους τους ναβρακοθιανούς και τους τζερμιαδανούς που ήταν στις Γούβες γειτόνοι στα σπίτια τους και στα χωράφια τους και τα συχνολέγανε όταν μάζευαν τις ελιές, όταν σπέρνανε και όταν θερίζανε. Ορισμένες φορές τραγουδούσαν γιατί δούλευαν στα χωράφια τους χωρίς άγχος. Άλλες φορές έπιναν στην υγειά τους και κανένα κρασί από τον τσούκο. Και άλλα πράγματα ένωναν τους γουβιανούς με τους λασιθιότες, όπως οι φιλίες, οι παντριγιές, οι συμπεθεριές, οι συντεκνιές, οι κουμπαριές και τα παρεάκια τους. Τα παλιά χρόνια στις Γούβες όταν είχαν μεγάλη βεντέμα οι ελιές, οι μεγάλοι ελαιοπαραγωγοί των Γουβών πήγαιναν κάθε φθινόπωρο στο Λασίθι και έβρισκαν ραβδιστάδες και μαζόχτρες, τους εξασφάλιζαν φαϊ και ύπνο, και οι περισσότεροι από αυτούς έπαιρναν για τον κόπο τους, λάδι αντί λεφτά. Οι λασιθιότες ραβδιστάδες, ράβδιζαν με κατσούνες και ντέμπλες, άλλες φορές πάνω στις τρίποδες σκάλες και άλλες φορές πάνω στα πολύ ψηλά ελαιόδεντρα. Στη συνέχεια κάθε απόγευμα λίχνιζαν τις ελιές όταν φυσούσε αέρας και όταν δε φυσούσε, τις έκαναν ποταμό, δηλαδή πετούσαν με ένα πιάτο τις ελιές πάνω σε ένα μακρύ στρώσιμο πανιών και έμεναν τα λιόφυλλα πίσω και οι ελιές σωριάζονταν μπρόστα. Οι λασιθιοτοπούλες μαζόχτρες, εργατικές και προκομμένες, στα λιομαζόματα φορούσαν μακριές φούστες ή αντρικά παντελόνια και τσεμπέρι. Μάζευαν τις ελιές μια-μια από χάμω και γέμιζαν τα καλάθια. Άλλες φορές αναπλογύριζαν ή ράβδιζαν από κάτω ή πάνω στην τρίποδη σκάλα, και πάντα η ραβδιστίρα της κάθε λασιθιοτοπούλας ήταν έτοιμη προς κάθε κατεύθυνση αν χρειαζόταν. Οι γουβιανοί με τους λασιθιότες, την ώρα που σχολούσαν από το ράβδισμα, φόρτωναν τις ελιές στους γαϊδάρους ή στα μουλάρια και συνήθως έβαζαν μεσοσόμαρα χοντρά κλαδιά για να μαγειρεύουν τα βράδια. Επίσης συνήθιζαν να βάζουν στη χόβολη της παρασιάς καμιά λασιθιότικη πατάτα οφτή για να πίνουν στην υγειά τους καμιά ρακί. Τις μέρες των Χριστουγέννων αν ράβδιζαν, συνήθως κάπνιζαν λουκάνικα και απάκια που είχαν κρεμασμένα στον ανηφορά. Από τις αρχές του περασμένου αιώνα που αναπτύχθηκαν οι ανεμόμυλοι-νερόμυλοι στο οροπέδιο Λασιθίου, μεταφέρθηκε από εκεί η τέχνη των μύλων και στις Γούβες. Ο παραλιακός γουβιανός κάμπος είχε γεμίσει με αυτούς τους μύλους. Στις Γούβες από τις αρχές του περασμένου αιώνα κατασκεύαζε αυτούς τους μύλους ο Πεπονάκης Μανώλης (ή Πεπονομανώλης) με τα παιδιά του, που καταγόταν από τους Ποτάμους και τα Λακώνια. Τα χρόνια του μεσοπολέμου είχε κατασκευάσει στις Γούβες τέτοιους μύλους ο τζερμιαδογουβιανός, Ανδριανάκης Μανώλης. Τα χρόνια της τουρκοκρατίας, τις τελευταίες δεκαετίες του προπερασμένου αιώνα, ήταν δάσκαλος στο Λασίθι για πολλά χρόνια ο γουβιανός Γιώργης Χ. Γεωργιάδης Λόγιος, δάσκαλος και θεολόγος. Μετά το Μάη του 1867 που έγιναν οι μεγάλες μάχες στο οροπέδιο Λασιθίου, ο γουβιανός ποιητής και εθνικός αγωνιστής, Ιωάννης Κ. Κωνσταντινίδης, έγραψε ένα ανεκτίμητο και μεγάλο ποίημα «Η εκστρατεία του Ομέρ Πασά κατά του Λασιθίου», στο οποίο αναπαριστά αναλυτικά αυτές τις μάχες. Αυτό το ποίημα το τύπωσε σε βιβλίο στη Σύρο το 1868, ο ίδιος ο ποιητής. Το ίδιο ποίημα το ανατύπωσε σε βιβλίο η δημοτική βιβλιοθήκη Καβάλας το 1978 και την τρίτη επανέκδοση του την έκανε το 1982, ο πολιτιστικός σύλλογος του Αϊ Γιωργιού του οροπεδίου Λασιθίου, όταν ήταν πρόεδρος ο ερευνητής και συγγραφέας Γιώργος Παναγιωτάκης. Αυτό το μεγάλο και ανεκτίμητο ποίημα δεν πρέπει να λείπει από κανένα κρητικό σπίτι, γι’ αυτό προτείνω μια τέταρτη επανέκδοση σε βιβλίο από κάποιο φορέα των Γουβών ή του οροπεδίου Λασιθίου.

Γούβες
Δεκέμβρης 2010


(Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα "Πατρίς")

ΣΤΙΣ ΓΟΥΒΕΣ ΜΙΑ ΑΙΩΝΟΒΙΑ ΕΛΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΘΕΙ

ΣΤΙΣ ΓΟΥΒΕΣ ΜΙΑ ΑΙΩΝΟΒΙΑ ΕΛΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΘΕΙ

   Στα Γουβιανά βουνά και στο Γουβιανό κάμπο, υπάρχουν αγριολιές ή αργούλιδια και καρποφόρες ελιές που ίσως να υπάρχουν πριν από την εποχή του Χριστού και πριν από τις Μινωικές εποχές. Όλα αυτά τα ελαιόδεντρα  δεν έχουν πιστοποιητικά φυτεύσεως γι’ αυτό κάθε άνθρωπος μπορεί να υπολογίζει πόσων αιώνων περίπου είναι το κάθε ελαιόδεντρο. Σε πολλές αγροτικές τοποθεσίες των Γουβών υπάρχουν πολλές χιλιάδες ελαιόδεντρα που έχουν πολύ χοντρές κουτσούρες και μεγάλες φούντες, και όταν είναι βεντέμα βγάζουν από τρία έως έξι ραφτά  τσουβάλια ελαιόκαρπο, δηλαδή πενήντα κιλά λάδι περίπου η κάθε μια. Πολύ καιρό έψαχνα και ρωτούσα στις Γούβες ποια είναι η πιο μεγάλη ελιά και τη βρήκα στη Γουβιανή αγροτική περιοχή «Γωνιά», που όπως υπολογίζω ίσως να είναι χιλίων χρονών περίπου, γιατί δεν μπορούν να αγκαλιάσουν τον κορμό της πέντε-έξι άτομα. Γι’ αυτό το ελαιόδεντρο μου είχε πει ο Γουβιανός Φραγκιός Χειρακάκης, που το ράβδιζε, ότι πριν το βαροκλαδέψει είχε βγάλει μέχρι εννέα τσουβάλια ελαιόκαρπο, δηλαδή εκατό κιλά λάδι περίπου, με το οποίο μπορούσε να περάσει όλο το χρόνο μια οικογένεια. Από ζωντανές μαρτυρίες παλιών Γουβιανών, ακούγεται ότι οι τελευταίοι ιδιοκτήτες αυτού του δέντρου έτυχε να ήταν αξιόλογοι.
Πριν πεθάνει η Γουβιανή Αικατερίνη Καπετανάκη-Μιχελάκη, η προτελευταία ιδιοκτήτρια αυτής της ελιάς, μου είχε πει ότι αυτή η ελιά ήταν του θείου του πατέρα της, Λεωνίδα Γεωργιάδη Λόγιου (1832-1870), εθνικού αγωνιστή της Κρήτης. Μετά το θάνατο του Λόγιου, κληρονόμησε αυτή την ελιά ο πατέρας της κερά-Kατίνας, ο Γουβιανός δάσκαλος Δημήτρης Καπετανάκης, δήμαρχος του πρώην δήμου Επισκοπής και παππούς του σημερινού δημάρχου Γουβών, Γιώργου Νικολακάκη. Τώρα αυτό το αιωνόβιο ελαιόδεντρο το επικαρπείτε ο άντρας της κερά-Κατίνας, Κώστας Μιχελάκης, πρώην πρόεδρος της κοινότητας Γουβών. Πάρα πολλές γενιές έχουν γευτεί το λάδι αυτής της ελιάς και πολλοί εργάτες την κλάδευαν και τη ράβδιζαν για να βγαλουν τον άρτο τον επιούσιον. Έτσι αυτό το άψυχο ελαιόδεντρο για πολλούς αιώνες έχει προσφέρει πολλά καλά στους ανθρώπους. Γι’ αυτούς τους λόγους πρέπει στο μέλλον ειδικοί επιστήμονες γεωπόνοι να εξετάσουν και να μελετήσουν πόσων αιώνων είναι. Ίσως στο μέλλον να χρησιμοποιηθεί σα διαφημιστικό ή τουριστικό αξιοθέατο. Και ο αγροτικός συνεταιρισμός Γουβών πρέπει να καθιερώσει κάθε καλοκαίρι στις Γούβες μια γιορτή για τα αιωνόβια ελαιόδεντρα, να γίνονται ομιλίες από ειδικούς για το λάδι, για τις χρήσεις, τις γεύσεις, τις αξίες του και για τα στραβολυμένα και άλυτα προβλήματα του, για να διαφωτίζονται, να ωφελούνται και να κερδίζουν οι ελαιοπαραγωγοί των Γουβών.


Και τα κλωνάρια των ελιών πάντα ‘ναι τιμημένα,
Που τα ‘χαν στ’ Ολυμπιακούς στεφάνια καωμένα.

Γουβες που ‘χετε ελιές πολλές, κι ακρογιαλιές με σπίθια,
Κι ανθρώποι απ’ όλες τις φυλές σας αγαπούν στ’ αλήθεια.

ΜΠΑΡΙΤΑΚΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ,  ΓΟΥΒΕΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ        
(Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα "Πατρίς")

ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΙΚΟΣΑΧΡΟΝΗ ΦΙΛΙΑ ΤΟΥ ΧΑΝΙΩΤΗ ΕΘΝΑΡΧΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ Κ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΟΥΒΙΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΙΩΑΝΝΗ Κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ.

ΜΙΑ  ΑΓΝΩΣΤΗ  ΕΙΚΟΣΑΧΡΟΝΗ  ΦΙΛΙΑ  ΤΟΥ  ΧΑΝΙΩΤΗ ΕΘΝΑΡΧΗ,  ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ  Κ.  ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ  ΚΑΙ  ΤΟΥ ΓΟΥΒΙΑΝΟΥ  ΠΟΙΗΤΗ  ΙΩΑΝΝΗ  Κ.  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ.

Γράφει Βαγγέλης Μπαριτάκης

Για πρώτη φορά παρουσιάζεται στην Κρήτη η εικοσάχρονη φιλία του Χανιώτη επαναστάτη, πρωθυπουργού και εθνάρχη Ελευθερίου Κ. Βενιζέλου και του Γουβιανού ποιητή, εθνικού αγωνιστή και λυράρη, Ιωάννη Κ. Κωνσταντινίδη. Σαν προλόγιση αυτής της φιλίας γράφω. Για τη ζωή και τους αγώνες του Ελευθερίου Βενιζέλου, έχουν γράψει εκατομμύρια φορές, ενώ για τους αγώνες του Ιωάννη Κωνσταντινίδη δεν έχουν γράψει όσα έπρεπε και δεν είναι γνωστός όσο πρέπει. Για τον Ιωάννη Κωνσταντινίδη αναφέρω συγκεντρωτικά ότι από την εποχή που σπούδαζε στο μεγάλο κάστρο δεν έμενε αδιάφορος για την απελευθέρωση του λαού μας από τον Τουρκικό ζυγό. Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών άρχισε και κατέγραψε αναλυτικά σε ένα μεγάλο ποίημα την «εκστρατεία του Ομέρ Πασά κατά του Λασιθίου», που το εκτύπωσε σε βιβλίο στη Σύρο το 1867, και εντυπωσίασε τις κοινωνίες της Ερμούπολης, της Κρήτης και της Αθήνας. Ο Γουβιανός ποιητής ήταν πάνω από 15 χρόνια μεγαλύτερος από τον Ελευθέριο Βενιζέλο που αυτό σημαίνει ότι άρχισε πριν από τον Βενιζέλο να αγωνίζεται με τις απαγγελίες των εθνικών και διαφωτιστικών του ποιημάτων και εμψύχωνε τους Έλληνες από την Κρήτη μέχρι την Μακεδονία και ιδιαίτερα στην Καβάλα, την όμορφη Μακεδονίτικη πόλη που έμενε μόνιμα με την οικογένεια του. Οι σκέψεις όμως αυτού του ξενιτεμένου ποιητή συχνά περιπλανιόταν και στην μάνα του, τη σκλαβωμένη Κρήτη, που ερχόταν όταν έπρεπε στο μεγάλο κάστρο, σε άλλα μέρη της Κρήτης και στο αγαπημένο του χωριό, στις Γούβες και έδινε το παρών για να συνεισφέρει σε πολιτιστικές και απελευθερωτικές εκδηλώσεις με τις απαγγελίες των ποιημάτων του. Το 1897, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην Αθήνα. Εκεί γνωρίστηκαν και έγιναν επιστήθιοι φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής τους. Στη συνέχεια αντάλλασαν επιστολές καρτ-ποστάλ, τηλεγραφήματα και προσπαθούσαν να συναντιούνται στην Κρήτη, στην Αθήνα και στην Μακεδονία. Έτσι ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης έγινε θαυμαστής του μεγάλου πολιτικού, Ελευθερίου Βενιζέλου, τον συμβούλευε σαν μεγαλύτερος του στα χρόνια και όταν στη Μακεδονία δεν γνώριζαν τον Βενιζέλο ρωτούσαν τον Κωνσταντινίδη και τους εξηγούσε ποιος ήταν αυτός ο νέος Κρητικός πολιτικός. Ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης βοήθησε και χρηματικά τον Βενιζέλο στους πρώτους του προεκλογικούς αγώνες. Στον Μακεδονικό αγώνα, ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης είχε στο σπίτι του στην Καβάλα ειδικό υπόγειο-κρυψώνα που τάιζε, κοίμιζε και καθοδηγούσε τους Κρητικούς στρατιώτες που περνούσαν από εκεί, για να αγωνίζονται για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Όταν ο Βενιζέλος πήγαινε στην Καβάλα για προεκλογικούς αγώνες, ο Γουβιανός ποιητής πάντα του απήγγειλε διάφορα αφιερωμένα ποιήματα και όταν οι αρχές της Καβάλας καλούσαν τον Βενιζέλο για να του κάνουν τραπέζι να γευματίσει, τους έλεγε «εμάς μας έχει καλέσει στο σπίτι του ο συμπατριώτης και φίλος μου, ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης, που θα μας παίξει και λύρα να χορέψουμε και να τραγουδήσουμε ριζίτικα Κρητικά επαναστατικά τραγούδια». Έτσι ακολουθούσαν οι επίσημοι της Καβάλας τον Βενιζέλο και πήγαιναν στο σπίτι του ποιητή Ιωάννη Κωνσταντινίδη για φαγητό και γλέντι. Στις 23 Απριλίου 1917, σε ένα μεγάλο αντιβασιλικό συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη, ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης απήγγειλε ένα ποίημα του «Φωνή πόνου», που χαρακτηρίζει τον βασιλιά «τέρας» και τον Βενιζέλο «σωτήρα».

                                     «Φωνή Πόνου»
………………………………………………………………………..
Από κτήσεως του κόσμου εις ανατολή και δύση
Τέτοιο τέρας βασιλέα δεν εγέννησε η φύση.
………………………………………………………………………..
Η Ελλάς θα λάμψει μόνο κι αίσιον θα έχει τέλος
Φτάνει μόνο να μας ζήσει ο σωτήρ μας Βενιζέλος.
…………………………………………………………………………………

Το Δεκέμβριο του 1898 ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης βρίσκεται στα Χανιά της Κρήτης για να προσφωνήσει τον πρίγκιπα της Ελλάδας Γεώργιο, που κατέβαινε για να αναλάβει τη διοίκηση της Κρήτης. Το ποίημα «προσφώνησις προς τον πρίγκιπα της Ελλάδος Γεώργιον» απαγγέλθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1898 και αποτελείται από 312 στίχους. Με αυτή την απαγγελία ο ποιητής τα είπε χαρτί και καλαμάρι στον πρίγκιπα Γεώργιο για να σεβαστεί την Κρήτη και τους κρητικούς. Η πρόσκληση του Ιωάννη Κωνσταντινίδη για την προσφώνηση του βασιλόπαιδα δείχνει και την εκτίμηση που έτρεφαν οι Κρητικοί στο πρόσωπο του. Ήταν ένα είδος αναγνώρισης του, τη στιγμή που υπήρχαν πνευματικοί άνθρωποι σαν κι αυτόν, που ζούσαν μάλιστα στην Κρήτη. Αποχαιρετώντας ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης τα Χανιά, αυτοσχεδίασε και αφιέρωσε λίγους στίχους προς το ακρωτήρι.
         
     «Εις το περίδοξον των Χανίων ακρωτήριον»

«Περήφαν’ Ακρωτήρι μου, η δόξα σου ‘ναι τόση
Που δεν μπορεί ψηλότερα η δόξα να ψηλώσει.
Ολίγον τι ψηλότερα αν έβγαινες ακόμα,
Τότε θα ήσουν ουρανός και δεν θα ήσουν χώμα.» 

Από παλιούς Γουβιανούς και ζωντανές μαρτυρίες τους, συνεχίζει να ακούγεται κάτι χιουμοριστικό για τον Γουβιανό Βενιζελικό ποιητή. Την δεύτερη δεκαετία του περασμένου αιώνα ταξίδευε ο ποιητής με ατμοκίνητο καρβουνιάρη ή τραίνο από την Αθήνα προς την Καβάλα. Δίπλα του καθόταν δυο μπουρτζόβλαχοι και λέει ο ένας στον άλλο «ορέ αυτός που κάθεται δίπλα μας είναι κρητικάτσι» και του απαντά ο άλλος «πως το κατάλαβες;» και του απαντά «τα κρητικάτσα έχουνε μεγάλη μύτη. Γι’ αυτό τον γνώρισα» και ο ποιητής ακούει ήρεμα και ξαναλέει ο ένας στον άλλο «να τον ρωτήσουμε να δούμε αν είναι κρητικάτσι» και τον ρωτάει ο ένας «κύριε σας παρακαλώ να μου πείτε από ποιο μέρος είστε;» και ο Βενιζελικός ποιητής του απαντά:
«Μην κορόιδευες Κρητικούς γιατί φέρνεις ευθύνη
Γιατί ‘χετε ένα Κρητικό και σας σε διευθύνει»
Στις Γούβες στις αρχές του περασμένου αιώνα που πρωτοέφεραν τα κάρα, δεν μπορούσαν να πηγαινοέρχονται στη Χώρα, γιατί δε μπορούσαν να περνούν τον ποταμό Γούργουθα και τότε οι παλιοί Γουβιανοί παρακάλεσαν τον χωριανό τους ποιητή που ήταν φίλος με τον Βενιζέλο και ενέκρινε κάποια λεφτά και χτίσανε την πανέμορφη Γουβιανή γέφυρα στον Μπορδιά που συντόμευσε την απόσταση των Γουβών με το Ηράκλειο περίπου δύο χιλιόμετρα για να περνούν οι άνθρωποι τα ζώα και τα κάρα. Έτσι από αυτή την εικοσάχρονη φιλία των δύο Κρητικών αγωνιστών δημιουργήθηκε και στις Γούβες ένα εμφανές και ωφέλιμο έργο, αυτή η όμορφη Γουβιανή καμάρα. 



                       ΠΗΓΕΣ – ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Από την αείμνηστη νύφη του ποιητή, Μάχη Κωνσταντινίδη (1986)
Από τον εγγονό του ποιητή, Γιάννη Κωνσταντινίδη (1987)
Από τη δημοτική βιβλιοθήκη Καβάλας
Από τη Βικελαία Δημοτική βιβλιοθήκη Ηρακλείου
Από ζωντανές μαρτυρίες γουβιανών


Γούβες  Αύγουστος 2009

(Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα "Πατρίς")

Να τιμήσουμε τον γουβιανό Αλκιβιάδη Κ. Κωνσταντινίδη που κάηκε ζωντανός στο ολοκαύτωμα Αρκαδίου για εμάς.

Να τιμήσουμε τον γουβιανό Αλκιβιάδη Κ. Κωνσταντινίδη που κάηκε ζωντανός στο ολοκαύτωμα Αρκαδίου για εμάς.
Του  Βαγγέλη  Μπαριτάκη


Όπως σε κάθε χωριό και σε κάθε πόλη, σκοτώθηκαν τους περασμένους αιώνες ορισμένοι ανώνυμοι και ξεχασμένοι τίμιοι αγωνιστές για εμάς και τη λευτεριά μας, έτσι και στις Γούβες Ηρακλείου έχουν σκοτωθεί κάποιοι αγωνιστές επαναστάτες που δεν τους έχουμε ακόμα ανακαλύψει για να τους μελετήσουμε και να τους τιμήσουμε. Ένας από αυτούς τους γουβιανούς νεκρούς πολεμιστές ήταν ο Αλκιβιάδης Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδης, που πολεμώντας τους Τούρκους, κάηκε ολοζώντανος στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου το 1866. Δυστυχώς αυτή η πραγματικότητα δεν είναι καταγεγραμμένη ούτε στην κρητική ιστορία αλλά ούτε και στα ιστορικά και θρησκευτικά αρχεία της μονής Αρκαδίου. Τα αναμφισβήτητα στοιχεία αυτού του χαμού του γουβιανού νεκρού επαναστάτη τα εξηγεί αναλυτικά σε ένα αξιόλογο ποίημα με 104 στίχους που έγραψε και αφιέρωσε στον Αλκιβιάδη Κωνσταντινίδη, ο αδελφός του, ο γουβιανός ποιητής και εθνικός αγωνιστής, Ιωάννης Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδης (1848-1917), που έχει τίτλο «Εν δάκρυ εις τη μνήμην του αδελφού μου Αλκιβιάδου πεσόντος υπέρ πατρίδος εν Αρκαδίω». Αυτό το ποίημα το έχω και θέλω να το παραχωρήσω σε ιστορικούς ή σε κρατικούς υπεύθυνους της κρητικής ιστορίας, να το μελετήσουν για να καταγραφεί και να παρουσιαστεί το όνομα αυτού του γουβιανού νεκρού, έτσι ώστε να τιμάται και να μνημονεύεται το όνομα του μαζί με τους άλλους νεκρούς του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου. Στις Γούβες σαν ελάχιστο φόρο τιμής αυτού του χωριανού μας νεκρού, πρέπει στο μέλλον να ονομάσουμε ένα δρόμο με το όνομα του. Σαν απλός γουβιανός προτείνω να πάμε μια γουβιανή εκδρομή στο Αρκάδι και να κάνουμε εκεί ένα μνημόσυνο στο χωριανό μας νεκρό και σε όσους κάηκαν ζωντανοί στο Αρκάδι για εμάς και να καταθέσουμε ένα στεφάνι με γουβιανά γαρίφαλα στη μνήμη τους. Και αν γίνουν όλα αυτά πρέπει να κρατούμε και μια μαρμάρινη πλάκα, να την τοποθετήσουμε εκεί και να γράφει «Εδώ κάηκε ολοζώντανος και ένας γουβιανός πολεμιστής, ο Αλκιβιάδης Κωνσταντίνου Κωανσταντινίδης» και από κάτω να γράφει λίγους στίχους από το ποίημα που του έγραψε ο αδερφός του, ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης.


«Εν δάκρυ εις τη μνήμην του αδελφού μου Αλκιβιάδου πεσόντος υπέρ πατρίδος εν Αρκαδίω»
…………………………………………………………………………………..
«Απ’ τ’ Αρκαδιού την άμοιρη τη μαυρισμένη μέρα
Στιγμής χαρά δεν ένιωσα στον κόσμο εδώ πέρα»
…………………………………………………………………………………..
«Πόσες φορές αγαπητό αδέλφι μ’ Αλκιβιάδη
Τη λεβεντιά σου δε θωρώ στης νύχτας το σκοτάδι
Και σ’ αγγαλιάζω στη στιγμή σφιχτά να μη μου φύγεις
Όμως εσύ σαν άγγελος χρυσα φτερά ανοίγεις»
…………………………………………………………………………………..
«Απέθανες χωρίς ταφή και η πατρίς μας μένει
Στον αιμοβόρο τύραννο στο αίμα κυλισμένη»
…………………………………………………………………………………..
«Χίλιες φορές καλύτερα χαρά στον που πεθαίνει
Παρά να βλέπει ζωντανός την Κρήτη σκλαβωμένη»
………………………………………………………………………………….


(Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα "Πατρίς")

ΓΟΥΒΙΑΝΕΣ ΜΑΝΤΙΝΙΑΔΕΣ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΕΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ (1957-2007)

ΓΟΥΒΙΑΝΕΣ  ΜΑΝΤΙΝΙΑΔΕΣ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΕΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ (1957-2007) 

ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΠΑΡΙΤΑΚΗ

Γέννημα θρέμμα καστρινέ και μυλοποταμίτη
Του καπεταν Μιχάλη γιε, βαρβαροπεδιαδίτη

Το σώμα σου κι αν πέθανε, κάθε έργο σου φωτίζει
Κι ο,τι ‘γραψες κάθε κακό, πάντα περιορίζει

Σ’ όλο τον κόσμο δίνουν φως όλα σου τα βιβλία
Και για αυτούς που τα μελετούν, είναι περιουσία

Πενήντα χρόνια σε τιμούν, Ηράκλειο και Κρήτη
Κι ανθρώποι προοδευτικοί, απ’ όλο τον πλανήτη

Νίκο πάντα φερνόσουνα με τους πιο καλούς τρόπους
Και οι δουλειά σου ήτανε, να αγαπάς τσ’ ανθρώπους

Κλέφτες, φονιάδες και ληστές, δε σ’ άρεσε να σώσεις
Ξεκάθαρα τους τα ‘γραφες για να τους διορθώσεις

Στις χώρες που ταξίδευες σε ικανοποιούσε
Όταν θα σε ρωτούσανε, Έλληνα από που ‘σαι;

Σχεδόν όλοι οι Κρητικοί πάντα περήφανοι ‘ναι
Γιατί ο Καζαντζάκης μας από την Κρήτη είναι

Του Καζαντζάκη να ‘μοιαζαν στον κόσμο όλοι οι ανθρώποι
Θα ‘ταν η γη ειρηνική κι ελεύθεροι όλοι οι τόποι

Να ζούσες Καζαντζάκη μας ετούτηνιε την ώρα
Να δεις για λίγους οι λαοί τραβούν την ανηφόρα

Μια προτομή σου κάνανε στου κάστρου την πλατεία
Γιατί ‘σαι ‘συ ελεύθερος κι αυτή ελευθερία

Στην πλατεία της λευτεριάς του κάστρου όταν βαδίζω
Την προτομή σου όταν θα δω, τηνε καλημερίζω

Στο κάστρο σ’ ένα θέατρο έδωσαν τ’ όνομα σου
Για να τιμούνε μόνιμα τη καθαρή ανθρωπιά σου

Στου κάστρου το ιστορικό μουσείο, με μεράκι
Τονε τιμούνε μόνιμα το Νίκο Καζαντζάκη

Στου κάστρου το ιστορικό μουσείο έχουν κάνει
Του Καζαντζάκη αίθουσες κι όποιος τις δει δεν χάνει
Και στους βαρβάρους σου ‘καναν μουσείο Καζαντζάκη
Κι οποίος το δει το μελετά για να τονε διδάσκει

Ο δήμος του Ηράκλειου κι ο δήμος Καζαντζάκη
Παντοτινά θα σε τιμούν με πάθος και μεράκι

Πιο πολύ απ’ όλους σε τιμούν ο Γιώργος Στασινάκης
Κι ο δήμαρχος του δήμου σου, Ρούσσος Κυπριωτάκης

Και τα πανεπιστήμια πάντοτε σε τιμούνε
Κι απ’ τα γραφτά σου ψάχνουνε τρόπους να διδαχτούνε

Το όνομα σου δώσαμε στ’ αεροδρόμιο μας
Για να τιμάει διεθνώς τον τόπο τον δικό μας

Σε κάθε πόλη και χωριό σε δρόμο ή δρομάκι
Πρέπει να δώσουν τ’ όνομα του Νίκου Καζαντζάκη

Στις Γούβες που ‘ναι ο τόπος μου σε τιμούν Καζαντζάκη
Γιατί τ’ όνομα σου ‘δωκαν σ’ ένα μακρύ δρομάκι

Στο Μαρτινέγκο ο τάφος σου ήλιος, φεγγάρι κι άστρο
Και δίνει φως ελευθεριάς σ’ ολόκληρο το κάστρο

Όσες φορές στον τάφο σου πηγαίνω Καζαντζάκη
Σου αφήνω για φόρο τιμής ένα γαρυφαλάκι

Αυτοί που κάνουν τους καλούς, αυτοί καλοί δεν είναι
Αυτοί τον Καζαντζάκη μας κρυφά κατηγορούνε

Όσοι ‘χουνε στενά μυαλά και σε κατηγορούνε
Κομμουνιστή και άθεο συχνά σ’ επικαλούνε

Το Νόμπελ δε σου δώσανε κι οι ξένοι οι εχθροί σου
Γιατί ήσουνα χριστιανός και ελεύθερη η γραφή σου

Απ’ το θεό και τους λαούς δεν είσαι αφορισμένος
Ούτε από τον Ιησού Χριστό αναθεματισμένος

Οι εχθροί σου αν μπορούσανε θα σ’ έκαναν ρεζίλη
Και θα σ’ άφηναν άθαφτο να σ’ έτρωγαν οι σκύλοι

Μα ‘γω ‘μαι Καζαντζακικός κι όσο μπορώ θα μείνω
Κι όταν θα πιω κρυγιό νερό στη μνήμη σου το πίνω

Εγώ ‘μαι Καζαντζακικός κι ο,τι θένε ας πούνε
Κι ας με κρυφά αφορέσουνε κι ας μ’ αναθεματούνε

Μια βραδιά σε εκδήλωση του Νίκου Καζαντζάκη
Θα χορέψω ζεϊμπέκικο, το Ζορμπά του Μουντάκη

Να ‘μουν συνθέτης, στιχουργός, δίσκο θα ‘χα γραμμένο
Στον Καζαντζάκη που τιμώ θα ‘χα αφιερωμένο

Μπαριτάκης Βαγγέλης
Γούβες Ηρακλείου
(Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα "Πατρίς")

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΙΕΡΕΣ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΥΡΕΣ ΜΑΣ.

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΙΕΡΕΣ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΥΡΕΣ ΜΑΣ.
Του Βαγγέλη Μπαριτάκη

Είναι αλήθεια και πραγματικότητα ότι για πολλές εκατοντάδες χρόνια παίζουν λύρες στην Κρήτη, την Κάσο, την Κάρπαθο, τη Ρόδο, τη Λήμνο, τη Θράκη και σε άλλους τόπους της πατρίδας μας. Οι Λύρες όμως της κάθε περιοχής, έχουν διάφορες παραλλαγές στην κατασκευή τους. Το σημείο όμως που μοιάζουν όλες, είναι οι τρεις ξύλινοι πίροι που στρουφίζουν πάνω τους οι τρείς χορδές και κουρντίζουν τις λύρες για να παίζουν σωστά. Σε όλους τους παραπάνω τόπους δεν ξέφυγαν από τους παραδοσιακούς τεχνικούς κανονισμούς τους, δεν παραποίησαν τις λύρες τους και την καλή τέχνη της οργανοποιίας τους. Στην Κρήτη όμως τα μετοπολεμικά χρόνια, κάποιος ή κάποιοι οργανοποιοί, για την ευκολία τους ή μάλλον για να μην ανοίγουν τρεις τρύπες στην κορυφή των λυρών και για να μην πελεκούν τους ξύλινους πίρους, έπιασαν μια σιδερόσεγα και έκοψαν στη μέση τα τέσσερα σιδεροκατασκευασμένα γραναζοκουρντιστήρια των λαγούτων και τα βίδωσαν με κατσαβίδια, δεξιά και αριστερά στην κορυφή των λυρών. Τώρα λοιπόν οι Κρητικές λύρες αντί να έχουν τρείς πίρους έχουν τέσσερις, που ο ένας περισσεύει. Αλλά πιθανόν έτσι να μας αρέσει για να κάνουμε και εφέ. Όπως είναι αδύνατο και απαράδεκτο να καταργήσουμε σε όλα τα βιολιά του κόσμου τους τέσσερις ξύλινους πίρους και να βιδώσουμε πάνω τους δύο σιδεριές γραναζοκουρντιστήρια των λαούτων, έτσι πρέπει να είναι αδύνατο και απαράδεκτο να δεχόμαστε την παραποίηση που έκαναν στις Κρητικές λύρες μας. Και άλλες αντιπαραδοσιακές μετατροπές συνεχίζουν να κάνουν οι αξιοσέβαστοι οργανοποιοί της Κρήτης, στις λύρες μας. Αντιγράφουν και κατασκευάζουν τα κεφάλια των λυρών μας, ακριβώς όπως είναι των βιολιών. Άλλη μια μετατροπή που συνεχίζουν να κάνουν είναι ότι αντιγράφουν και προσθέτουν πάνω στις λύρες τις «γλώσσες» των βιολιών, που ουσιαστικά δεν χρειάζονται. Έτσι όλες μαζί αυτές οι μετατροπές, επεμβάσεις και παραβάσεις πάνω στις Κρητικές λύρες, πρέπει να θεωρηθούν αντιπαραδοσιακές, παρανομίες πάνω σε αυτά τα ιερά όργανα. Σχεδόν όλοι οι Κρητικοί διατυμπανίζουμε προφορικά και με όλα τα μέσα ενημέρωσης, ότι πρέπει να υπερπροστατεύουμε και τις Κρητικές παραδοσιακές καλές τέχνες μας, ιδιαίτερα την ιερή τέχνη της κατασκευής της γνήσιας Κρητικής λύρας. Πως λοιπόν να δέχομαι μισό αιώνα περίπου αυτή την αυθαίρετη και αντιπαραδοσιακή παραποίηση των Κρητικών λυρών μας;



Γούβες, Αύγουστος 2013
(Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα "Πατρίς")

ΣΤΙΣ ΓΟΥΒΕΣ ΣΤΑ ΠΕΛΕΚΙΤΑ ΕΧΑΣΕ Ο ΧΙΤΛΕΡ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ ΜΑΗ ΤΟΥ 1941.

 ΣΤΙΣ ΓΟΥΒΕΣ ΣΤΑ ΠΕΛΕΚΙΤΑ ΕΧΑΣΕ Ο ΧΙΤΛΕΡ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ ΜΑΗ ΤΟΥ 1941.
  
γράφει ο Βαγγέλης Μπαριτάκης

Το Μάη του 1941, η πρώτη μάχη που έχασε ο Χίτλερ από τον Καρτερό μέχρι τον Ανισσαρά, ήταν στις Γούβες, στα Πελεκιτά. Γι’ αυτή όμως τη νίκη, η αλήθεια και η πραγματικότητα δεν είναι γνωστή όσο θα έπρεπε. Ελάχιστοι γέροι Γουβιανοί θυμούνται ακόμα τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές όταν έπεσαν  και στις Γούβες, και από αυτές τις ζωντανές μαρτυρίες γράφω αυτές τις αλήθειες.


Την προηγούμενη μέρα πριν ρίξουν οι Γερμανοί τους αλεξιπτωτιστές και στο Γουβιανό παραλιακό κάμπο, άλλοι Γουβιανοί θέριζαν τα σπαρμένα τους, άλλοι πότιζαν με τους νερόμυλους τα περβόλια τους, άλλοι κουτσοτρούλιζαν  και απύργιαζαν τ’ αμπέλια τους και περνούσε όμορφα και ειρηνικά η μέρα τους. Λίγο πριν από το μεσημέρι οι Γουβιανοί είδαν μέσα από το Κρητικό Πέλαγος να έρχονται σμήνη μαύρα χιτλερικά αεροπλάνα και τρομοκρατήθηκαν νομίζοντας ότι θα τους βομβαρδίσουν και θα τους σκοτώσουν. Αυτά όμως τα αεροπλάνα ήταν κατασκοπευτικά και αναγνωριστικά που περιπολούσαν πολύ χαμηλά για να δουν αν τους πυροβολίσουν οι άοπλοι Γουβιανοί και οι άλλοι Κρητικοί. Έτσι μετά από αυτές τις αναγνωριστικές περιπολίες, τα χιτλερικά αεροπλάνα γύρισαν πίσω, νομίζοντας, οι Χιτλερικοί φονιάδες-φασίστες ότι όταν θα έρθουν θα μας πάρουν και την Κρήτη. «ΘΑ ΤΟΥΣ ΥΠΟΔΕΧΤΟΥΜΕ ΜΕΤΑ ΒΑΪΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΔΩΝ»
Την επόμενη μέρα, οι Γουβιανοί πήγαν και πάλι και έκαναν τις ίδιες αγροτικές δουλειές, αλλά και πάλι, πριν το μεσημέρι, ξαναβλέπουν τα μαύρα χιτλερικά αεροπλάνα, μέσα από το Κρητικό Πέλαγος να έρχονται προς το Γουβιανό κάμπο, που στη συνέχεια έριχναν τους Γερμανούς Χιτλερικούς στρατιώτες, αξιωματικούς και εφόδια. Πριν ρίξουν τους αλεξιπτωτιστές οι Γερμανοί και στις περιοχές από τον Καρτερό μέχρι τον Ανισσαρά, ήξεραν ότι υπήρχε ο ασύρματος που λειτουργούσε 100 μέτρα ανατολικά από την κεντρική πύλη της πρώην αμερικάνικης βάσης Γουρνών με ασυρματιστή, πριν και μετά την κατοχή, τον Ανδρέα Μεραμβελιωτάκη από το Αβδού. Αυτή την καταραμένη μέρα που έριξαν οι Χιτλερικοί Φασίστες τους αλεξιπτωτιστές και στις Γούβες, οι μισοί προσπαθούσαν  να καταλάβουν το χωριό και οι άλλοι πήγαιναν να καταλάβουν και να καταστρέψουν τον ασύρματο στις Γούρνες. Από την προηγούμενη μέρα όμως που ήρθαν τα κατασκοπευτικά, χιτλερικά αεροπλάνα και στην περιοχή μας από τον Καρτερό μέχρι το Αποσελέμι.


Ο Ελληνικός στρατός είχε ανέβει στις βουνοκορφές στον Καρτερό, στο Κακό Όρος της Ελιάς, στον Κοψα. των Γουρνών της Ανώπολης και στο Καλιβομούρη των Γουβών και ήταν έτοιμοι οι στρατιώτες μας για μάχες για την λευτεριά μας. Εκείνη την αποφράδα ημέρα που οι Χιτλερικοί φονιάδες έριξαν τους αλεξιπτωτιστές και στις Γούβες, οι Γουβιανοί δεν είχαν όπλα να σκοτώνουν τους Γερμανούς. Έτσι οι Γερμανοί τους απειλούσαν, τους έδερναν  και τους ρώταγαν που είναι οι Εγγλέζοι, που είναι ο στρατός και που είναι ο ασύρματος. Εκείνη τη μέρα οι μισοί Γερμανοί στρατιώτες κατευθήνονταν προς τις Γούβες και οι άλλοι προς τον ασύρματο για να τον καταστρέψουν. Βλέποντας όμως οι στρατιώτες μας πάνω από το Γουβιανό βουνό Καλιβομούρη να προχωρούν προς τον ασύρματο, πλησίασαν πιο χαμηλά για να δώσουν μάχη με τους Γερμανούς. Προχωρώντας όμως οι Γερμανοί προς το κτίριο του ασυρμάτου συνάντησαν στη Γουβιανή τοποθεσία Πελεκιτά ένα σπίτι – αποθήκη του Γουβιανού μεγαλοεργολάβου  του Ηρακλείου Ανδρέα Μαυράκη ή Κατσικάκη ή Κατσικαντρέα και νόμιζαν ότι εκεί ήταν ο κρατικός ασύρματος. Συγχρόνως όμως έβλεπαν με τα κυάλια οι Γερμανοί τους Έλληνες στρατιώτες να κατεβαίνουν προς τα κάτω από το  Καλιβομούρη, έτοιμοι να δώσουν μάχη, να σκοτώσουν τους Γερμανούς φονιάδες. Έτσι φοβήθηκαν οι Γερμανοί στρατιώτες και ταμπουρώθηκαν μέσα στην αποθήκη του Κατσικαντρέα, παίρνοντας μαζί τους σε αυτή Γουβιανούς άντρες και γυναίκες, για την ασφάλεια τους. Στη συνέχεια οι Έλληνες στρατιώτες πλησίασαν κοντά τους και μπήκαν μέσα στο απέναντι καμαράκι για να μην μπορούν να τους σκοτώσουν τα γερμανικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα και αμέσως άρχισε η μάχη μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών στρατιωτών. Μια στιγμή παίρνουν φωτιά τα απύρια που είχε μέσα στην αποθήκη του ο Κατσικαντρέας και αμέσως οι Γερμανοί με άνανδρο, εγκληματικό και φασιστικό τρόπο βγάζουν  έξω  από το παραθύρι μια άσπρη σημαία, που σήμαινε ότι παραδόθηκαν. Αυτή όμως ήταν φασιστική παγίδα. Όταν βγήκαν οι στρατιώτες μας έξω από το καμαράκι ακάλυπτοι οι Γερμανοί σκότωσαν αμέσως το Λοχία Ορέστη Ανδρεαδάκη και τον στρατιώτη Λεωνίδα Σοβατζή. Αμέσως αγρίεψαν οι στρατιώτες μας και σκότωσαν πάνω από 15 Γερμανούς και αυτούς που έμειναν τους κυνήγησαν οι δικοί μας στρατιώτες και έτρεχαν προς τον Κόψα. Σε αυτή τη μάχη και τη νίκη των στρατιωτών μας τραυματίστηκαν ο Ανωπολιότης Ιωάννης Χαστάκης ή Χαστής και ο Καλοχωριανός Βασίλης Ανδονάς. Επίσης μέσα στις μάχες που γίνονταν από τον Καρτερό μέχρι τις Γούβες οι Γερμανοί σκότωσαν δυο άοπλους Γουβιανούς στου Κοκκίνι το Χάνι: τον Ανδρέα Αρετάκη και τον Κωστή Σπυριδάκη. Εκείνες τις μέρες που γίνονταν οι μάχες της Κρήτης, οι Γερμανοί είχαν αφήσει στις Γούβες, κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο, στο σπιτάκι του Κοξαριανού περβολάρη Γεωργίου Τρυπάκη ή Μαρακονάκη έναν έφεδρο αξιωματικό και γιατρό τον Ότο Λούνερ, που είχε μαζί του έναν ασύρματο, όπλο, κονσέρβες, γαλέτες και άλλα πολεμικά είδη. Την επόμενη μέρα πήγε ο Μαράνκονάκης  να ανοίξει τα πανιά του νερόμυλου για να βγάλει νερό να ποτίσει τον κήπο του και ο Γερμανός αξιωματικός του λέει ΑΛΤ. Του ακουμπά το όπλο  στο στήθος για να τον σκοτώσει, όμως αυτός σαν έμπειρος πολεμιστής από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και από τον Μακεδονικό αγώνα, τον καταπράυνε και τον ηρέμησε με διάφορες χειρονομίες. Εκεί στο σπιτάκι του, ο μπάρμπα-Γιώργης είχε λάδι, παξιμάδι, σταφιδοελιές κρασί και ένα τσικάλι που μαγείρεψε πρωτοφανιστικα κολοκυθάκια με πατάτες και χοχλιούς και φάγανε με το Γερμανό Φασίστα αξιωματικό Ότο Λούνερ «σα να ήταν φίλοι». Ο Μαρανκονάκης τις απογευματινές ώρες, καβαλίκεψε πάλι το γάιδαρο για να πάει στο χωριό του, την Κόξαρη, και όταν περνούσε από το Λιβάδι- πλατεία  Γουβών  λέει στους φίλους του τους Γουβιανούς αυτό το γεγονός, και τρεις νέοι Γουβιανοί, ο Γιώργης ο Πεπονάκης του Κωνσταντίνου, ο Γιώργης ο Πεπονάκης του Εμμανουήλ και ο Μιχάλης Σαμπροβαλάκης του Χαραλάμπους του λένε «αύριο μεθαύριο που θα ξαναπάς να ποτίσεις τον κήπο σου και θα περάσεις από τις Γούβες, να μας το πεις να περάσουμε από εκεί δήθεν τυχαία και εμείς θα τον καταστέσομε αυτόν τον Γερμανό αξιωματικό». Έτσι και έγινε. Περνόντας αυτά τα τρία Γουβιανά παλικάρια από τον κήπο του Μαρακονάκη τον χαιρετούν δια χειραψίας. Όμως ο Ότο Λούνερ τους ξάμωνε με το όπλο για να τους σκοτώσει. Μια στιγμή, ο Γιώργης ο Πεπονάκης του Κωνσταντίνου παίζει ένα σάλτο και αρπά το Γερμανό από πίσω και ο γερο Μαρανκονάκης τη δίνει μια με το στελιάρι του βολοκόπου στη κορυφή της κεφαλής και αμέσως παραδίνεται και τον αφοπλίζουν. Αμέσως μετά που παραδόθηκε ο Γερμανός αξιωματικός, τα Γουβιανά παλικάρια όμως δεν τον σκότωσαν γιατί σεβάστηκαν τους διεθνείς κανονισμούς που λένε ότι τους αιχμαλώτους πολέμου δεν τους σκοτώνουν. Έτσι τον απήγαγαν, τον έβαλαν και καβαλίκεψε το γάιδαρο και ήθελαν να τον περιθάλψουν και να τον παραδώσουν, μάλλον στην αστυνομία ή στους Εγγλέζους στο Καστέλι. Συνεχίζοντας την πορεία αυτής της απαγωγής του γερμανού αξιωματικού Ότο Λούνερ, σταμάτησαν στη Κόξαρη, όπου είχε πάει η γυναίκα του μεγαλοδικηγόρου του Ηρακλείου Κουλούρα, η οποία τα χρόνια του μεσοπολέμου είχε φροντιστήρια Γερμανικών στο Μεγάλο Κάστρο. Αυτή η γυναίκα έπαιξε το ρόλο του διερμηνέα και εξήγησε στο Γερμανό ότι οι Έλληνες τον σέβονται, γι΄αυτό δεν τον σκοτώνουν, και ότι θα τον παραδώσουν στο Καστέλι. Συνεχίζοντας την διαδρομή τους πήγαν στο Καλό Χωριό την ώρα που νύχτωνε. Κλειδαμπάρωσαν τον χιτλερικό αξιωματικό σε ένα σπίτι μέχρι να ξημερώσει και να τον παραδώσουν στο Καστέλι αλλά αυτός έσπασε την πόρτα και απέδρασε και εξαφανίστηκε. Μετά από λίγες μέρες αυτός πρόδωσε στα Ες-Ες και στη Γκεστάπο τους Γουβιανούς απαγωγείς του. Εντωμεταξύ οι Γερμανοί είχαν στήσει στις Γούβες, στου Κυρικονικολή το σπίτι, Χιτλερικό Διοικητήριο. Είχαν πάρει και το Δημοτικό σχολείο Γουβών, το οποίο είχαν κάνει μαγειριό. Εκεί είχαν και ένα ραδιόφωνο και το έβαζαν και έπαιζε δυνατά στα Ελληνικά για να ακούν οι Γουβιανοί τα εγκλήματα που έκαναν οι Χιτλερικοί, που τα εκφώνιζαν ως «ανδραγαθήματα». Λίγες εβδομάδες μετά από αυτή την απαγωγή φτάνουν στις Γούβες τα Ες-Ες, η Γκεστάπο και οι Γκεσταπίτες και έψαχναν να βρουν και να σκοτώσουν αυτούς που απήγαγαν τον αξιωματικό τους. Οι Γουβιανοί όμως ισχυρίστηκαν ότι αυτοί που απήγαγαν τον αξιωματικό ήταν άγνωστοι και περαστικοί. Οι Γκεσταπίτες όμως επέμειναν και είπαν στους Γουβιανούς πως αν οι απαγωγείς δεν παραδωθούν για να τους εκτελέσουμε, θα κάψουμε τις Γούβες και εσάς. Τελικά έρχονταν και ξανάρχονταν οι Γκεσταμπίτες στις Γούβες αλλά οι Γουβιανοί δεν μαρτύρησαν τα ονόματα των παλικαριών τους που απήγαγαν τον Χιτλερικό αξιωματικό. Μετά από κάμποσες μέρες ήρθαν πάλι οι Γκεσταπίτες στις Γούβες και κρατούσαν σε μια κόλλα χαρτί, γραμμένα και προδωμένα τα ονόματα των Γουβιανών παλικαριών που απήγαγαν τον Γερμανό. Τους Γουβιανούς τους πρόδωσε, τους κατέδωσε κάποιος που δεν ήταν Γουβιανός, που δεν θέλω να γράψω το όνομά του και το χωριό του. Μετά όμως, για να μην κάψουν τις Γούβες και τους Γουβιανούς, οι Χιτλερικοί φονιάδες,  παραδόθηκαν για εκτέλεση στους Γκεσταπίτες, οι ατίμητοι Ήρωές μας, ο Γιώργης ο Πεπονάκης του Εμμανουήλ, ο Μιχάλης Σαμπροβαλάκης του Χαραλάμπους και ο Κοξαριανός Γιώργης Τρυπάκης ή Μαρανκονάκης. Εκείνη την ημέρα στις 6/8/1941 είχαν συλλάβει οι Γερμανοί και το νομάρχη Ηρακλείου, Ιωάννη Τσατσαρωνάκη και τον Κωνσταντίνο Παπαδάκη βαρελοποιό, από τον Αη Γιάννη Ηρακλείου για εκτέλεση. Μόλις τους συγκέντρωσαν στο στρατόπεδο του Καρτερού λένε στον Γιώργη Μαρανκονάκη: «εσένα δεν σε σκοτώνουμε γιατί είσαι γέρος, μόνο πήγαινε με τα πόδια στο χωριό σου, την Κόξαρη». Προχορώντας όμως προς το χωριό του οι Γερμανοί φασίστες το μετάνιωσαν, τον κυνήγησαν και τον συνέλαβαν και τον πήγαν στον Καρτερό για εκτέλεση. Μετά όλους μαζί τους μελλοθάνατους τους έδωσαν κασμάδες και φτυάρια και με κλωτσιές και μαστιγώματα, τους ανάγκασαν να σκάψουν ένα βαθύ χαντάκι για να πέσουν μέσα όταν τους εκτελέσουν. Επειδή ο Γιώργης ο Πεπονάκης του Κωνσταντίνου δεν παραδόθηκε στους Γκεσταπίτες για να τον εκτελέσουν, του ανατίναξαν το σπίτι στις Γούβες και ανατίναξαν και το Κοινοτικό Γραφείο Γουβών.  Με τη διαφορά ότι οι Γερμανοί φονιάδες τον έψαχναν ασταμάτηταγια να τον εκτελέσουν εν ψυχρώ αλλα αυτό το Γουβιανό παλικάρι ήταν άπιαστο νυχτοπούλι, είχε σε όλα τα τριγύρω χωριά συγγενείς και φίλους και τον συντηρούσαν και τον προστάτευαν. Συχνά όμως οι Γερμανοί ρωτούσαν και απειλούσαν τη γυναίκα του Ειρήνη  που είναι ο άντρας της αλλά αυτή τους έλεγε ότι έχει εξαφανιστεί. Μετά όμως από λίγο καιρό, η γυναίκα του Πεπονογιώργη, η Ειρήνη, έμεινε έγκυος, φυσικά από τον άντρα της, και οι γκεσταπίτες έβλεπαν την κοιλιά της να μεγαλώνει και της έλεγαν μα εσύ είσαι έγκυος  και αυτή το αρνιόταν. Τότε οι μπροεστοί των Γουβών και ο πατέρας της Ειρήνης, Παπαηλίας για να μην την σκοτώσουν οι Γερμανοί ή για να μην συμβούν χειρότερα στις Γούβες υπέγραψαν ένα χαρτί, μια ψεύτικη δήλωση που έλεγε ότι η Ειρήνη είχε πάει μια μέρα στην Εδερι, στους χοχλιούς και τη βίασε ένας βοσκός, και έμεινε έγκυος από αυτόν και ότι ο άντρας της είχε εξαφανιστεί από την Κρήτη ενώ ήταν στις Γούβες και στα γύρω χωριά. Η Γερμανική γκεστάπο όμως δεν σταματούσε να ψάχνει το Γουβιανό παλικάρι, το Γιώργη τον Πεπονάκη του Κωνσταντίνου που αναγκάστηκε να φύγει στη Μέση Ανατολη, ενώ είχε πολεμήσει στην Αλβανία,  ξαναπολέμησε στη Μέση Ανατολή το Χιτλερικό φασισμό.  Μετά που έφυγαν οι Γερμανοί από τον τόπο μας, ο Πεπονογιώργης ήρθε πάλι στις Γούβες, ξανάχτισε το σπίτι του, άνοιξε και ένα μαγαζί και έκανε μια αξιοπρεπέστατη οικογένεια με τρία παιδιά, την Βαγγελιώ, την Άννα και τον Κωστή.


Τελειώνοντας αυτές τις συγκεντρωτικές καταγραφές των αντιστάσεων που έγιναν και στις Γούβες πριν από 73 χρόνια καθώς και αυτή την πρώτη μάχη της Κρήτης την οποία έχασε ο Χίτλερ στις Γούβες, στα Πελεκιτά, προτείνω στους συντοπίτες μου, στους Γουβιανού ότι εμείς οι Γουβιανοί, οι απλοί άνθρωποι, οι υπέυθυνοι, οι προύχοντες και νεοπλουτισμένοι για πρώτη φορά το Μάη του 2014,  μετά από 73 χρόνια να κάνουμε ένα Αρχιερατικό μνημόσυνο στις Γούβες, στα Πελεκιτά, εκεί που χύθηκε το αίμα των αγωνιστών μας για την λευτεριά μας. Έτσι θα τιμήσουμε τους νεκρούς μας, ουσιαστικά όμως και εμάς τους ίδιους. Αν αυτό το Αρχιερατικό και τιμιτικό μνημόσυνο το κάνουμε στις Γούβες πριν τις επερχόμενες τριπλές εκλογές, σίγουρα ορισμένοι Γουβιανοί θα ωφεληθούν και με ψηφομαζοχτικά κέρδη...




Στη φωτογραφία ο Ανεπολιώτης Ιωάννης Χατζάκης ή Χατζής (αριστερά) που τραυματίστηκε στο αριστερό χέρι στη μάχη των στις Γούβες στη μάχη των Πελεκητών. Συζητά με τον Βάγγέλη Μπαριτάκη.

Στις Γούβες το σπίτι του Νικολάου Κυρικάκη ή Κυρικονικόλη που το χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί σαν διοικητήριό τους.





Ο Γουβιανός Γεώργιος Κωνσταντίνου Πεπονάκης που πολέμησε στην Αλβανία και πρωτοεπιτέθηκε στην απαγωγη του Χιτλερικού αξιωματικού Ότο Λούνερ. Κυνηγημένος από τους ναζί ξαναπολέμησε στη Μέση Ανατολή τον φασισμό.




Ο Γουβιανός Σαμπροβαλάκης Γεώργιος συμμετείχε στην απαγωγή του Ότο Λούνερ και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στον Καρτερό στις 6/8/1941



Ο Κοξαριανός Γεώργιος Τρυπάκης ή Μαραγκωνάκης συμμετείχε στην απαγωγή του Ότο Λούνερ στις Γούβες στον Άγιο Κωνσταντίνο και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στον Καρτερό στις 6/8/1941


Ο Γουβιανός Γεώργιος Εμμανουήλ Πεπονάκης πρωτοστάτησε κι αυτός στην απαγωγή του αξιωματικού Ότο Λούνερ στις Γούβες στον Άγιο Κωνσταντίνο και εκτελέστηκε στον Καρτερό στις 6/8/1941

Γούβες, Μάης 2014

(Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα "Πατρίς")

ΓΙΑΤΙ ΣΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΤΑΜΠΕΛΑ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΟΠΩΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ;

ΓΙΑΤΙ ΣΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΤΑΜΠΕΛΑ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΟΠΩΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ  ΔΗΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ;

Γράφει ο Βαγγέλης Μπαριτάκης


Πάνω από μισό αιώνα θαυμάζω το Μεγάλο Κάστρο, την ιστορία του, τον πολιτισμό του και το Δημαρχείο του. Εκτός όμως από εμένα, το Ηράκλειο το επισκέπτονται και το θαυμάζουν κάθε μέρα άνθρωποι από όλη την Κρήτη, από όλη την Ελλάδα και από όλο τον πλανήτη. Όσοι  όμως έρχονται για πρώτη φορά στο Ηράκλειο εκεί τους ξεναγούν, στα αξιόλογα αξιοθέατα του και στο όμορφο και παραδοσιακά χτισμένο Δημοτικό κατάστημα των Ηρακλειωτών. Αυτό όμως που συνεχίζει να παραμένει απαρατήρητο και σε εκκρεμότητα σε αυτό το Δημαρχείο είναι ότι δεν έχουν αναρτήσει μπροστά σε αυτό μια μεγάλη ταμπέλα που να λέει «ΔΗΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ» . Έτσι  πιθανόν το Δημαρχείο Ηρακλείου να είναι το μοναδικό στην Ελλάδα που δεν έχουν αναρτήσει μπροστά από αυτό μια μεγάλη ταμπέλα που να λέει έστω «ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ». Από την δεκαετία του 1960 που ξανάχτισαν την κατεστραμένη Λότζια, η κεντρικότερη είσοδος του Δήμου είναι από την Λότζια, από την Λ. 25ης Αυγούστου, όπου αυτό είναι ότι καλύτερο. Από εκεί  μπαινοβγαίνουν  οι δημότες και οι επισκέπτες, αλλά με την διαφορά ότι δεν έβλεπαν και δεν βλέπουν  μια μεγάλη ταμπέλα η οποία να τους λέει τι είναι αυτό το κτίριο στο οποίο μπαίνουν;  Πριν όμως την δεκαετία του 1960 η κεντρικότερη είσοδος του Δημαρχείου Ηρακλείου ήταν ανατολικά, από την πλατεία του Αγίου Τίτου. Από την εποχή που έχτισαν αυτό το Δημαρχείο των Ηρακλειωτών  υπάρχει μια μαρμάρινη πλάκα στερεωμένη πάνω από αυτή την κεντρική πόρτα που γράφει «Δημαρχείο». Από την εποχή που χτίστηκε αυτό το Δημαρχείο στο Μεγάλο Κάστρο,  πέρασαν τα χρόνια, το Ηρακλειο επεκτάθηκε και οι κάτοικοι πολλαπλασιάστικαν. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν ο Δήμος Ηρακλείου, ο μεγαλύτερος δήμος της Κρήτης και ένας από τους μεγαλύτερους δήμους της Ελλάδος, να εξακολουθεί να έχει μια μικρή μικρή ταμπέλα όπως ένας μικρός σύλλογος ή ένα μικρό σωματείο.  Όπως λοιπόν όλες οι Δημόσιες Υπηρεσίες της πόλης μας έχουν τις μεγάλες ταμπέλες τους, έτσι πρέπει και αυτός  ο Δήμος του Μεγάλου Κάστρου να αποκτήσει τη δική του μεγάλη ταμπέλα, να τη διαβάζουν κάθε μέρα οι περαστικοί για να απολαμβάνουν καλύτερα αυτό το όμορφο Δημοτικό Κατάστημα. Τελειώνοντας αυτή τη συμβουλευτική αναφορά – πρόταση μου ελπίζω ότι δεν θα καταντήσει  σαν τη σημασία της φράσης: «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» κάτι που δεν θα αρέσει ούτε στο Θεό.


ΚΑΤΩ ΓΟΥΒΕΣ – ΙΟΥΝΗΣ 2014

(Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα "Πατρίς")

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΓΟΥΒΙΑΝΟ ΜΕΤΟΧΙ ΓΕΡΟΝΤΣΑΝΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ  ΣΤΟ  ΓΟΥΒΙΑΝΟ  ΜΕΤΟΧΙ  ΓΕΡΟΝΤΣΑΝΟ

ΤΟΥ  ΒΑΓΓΕΛΗ  ΜΠΑΡΙΤΑΚΗ


 Από  αναμνήσεις,  μνήμες,  πραγματικότητες  από  παραδοσιακές  εποχές,  από ζωντανές  μαρτυρίες  Γέρων  Γουβιανών  αποφάσισα να γράψω αυτό το αφιέρωμα για το Γουβιανό Μετόχι Γεροντσανό γιατί η ολοκληρωτική του εγκατάλειψη το ισοπέδωσε ολοκληρωτικά στο πέρασμα των χρόνων και γιατί η ιστορία του δεν πρέπει να χαθεί.

Επί τη ευκαιρία γράφω τα ονόματα και τις τοποθεσίες των οικισμών και των μετοχιών των Γουβών.

Ο νεότερος τουριστικός οικισμός των Γουβών, οι Κάτω Γούβες, βρίσκονται δίπλα στη θάλασσα και κατοικείται από Γουβιανούς και από ανθρώπους από κάθε γωνιά της Κρήτης, της Ελλάδας και της Ευρώπης. Ο δεύτερος και πιο παλιός οικισμός που υπάγεται στις Γούβες είναι το Σκοτεινό, δύο χιλιόμετρα νότια των Γουβών και κατοικείται από Σκοτεινιανούς.

Στις περιοχές των Γουβών υπάρχουν τέσσερα μετόχια, το ένα είναι στη Δυτική Γουβιανή περιοχή του φαραγγιού του Αποσελέμη που το λένε στα Παπαδιανά, που όλα του τα πετρόκτιστα Μαγατσεδόσπιτα είναι Λασιθιώτικα. Το άλλο μετόχι βρίσκεται δίπλα στο δρόμο που πάει στο Ξενοδοχείο «Αμιράντες», που το λέμε  στων Πλατίδων τα Μετόχια γιατί όλα του τα πετρόκτιστα σπίτια είναι των Πλατάκηδων από το Μοχό.

Το άλλο Λιμενομέτοχο υπήρχε στο πρώην μικρό εμπορικό λιμανάκι Γουβών, στον Άγιο Κωνσταντίνο, που εκεί υπήρχε παλιά ένα ατμοκίνητο ελειοτριβείο της εταιρείας Λιαπάκη – Σταυρουλάκη. Τα χρόνια εκείνα υπήρχαν εκεί πολλοί Μετοχομαγατσέδες αποθήκες που εκεί συγκέντρωναν τα αγροτικά ποροΪόντα της περιοχής, που στην συνέχεια τα αγόραζαν έμποροι, τα φόρτωναν από εκεί σε βαποροκάικα για τα νησιά του Αιγαίου και αλλού.

Από το 1925 που πρωτοανοίχτηκε ο δρόμος Ηρακλείου – Αγίου Νικολάου, το μετόχι του Αγίου Κωνσταντίνου εγκαταλήφθηκε και ισοπεδώθηκε ολοκληρωτικά στο πέρασμα των χρόνων.

Το τέταρτο Γουβιανό μετόχι είναι το Γεροντσανό, λίγες εκατοντάδες μέτρα βοριοανατολικά των Γουβών και δίπλα στη δυτική ριζοβούνια της Γουβιανής Ψηλορείτισσας ΕΔΕΡΗΣ.

Κάθε πρωί στο Γεροντσανό βγαίνει ο ήλιος από την κορυφή της Έδερης μετά τις 9 η ώρα. Μέχρι τώρα δεν γνωρίζουμε επίσημα γιατί ονομάστηκε αυτό το Γουβιανό μετόχι Γεροντσανό. Το πιο πιθανό είναι ότι πριν από πολλές εκατοντάδες χρόνια να ζούσε εκεί κάπιος αξιόλογος άνθρωπος που τον παρανόμιαζαν Ντσάνο, που πιθανόν να έκανε εκεί ένα μετοχοντούκιανο Ντουκιάνη που θα σύχναζαν εκεί Ντελικανήδες και γέροι για καφέ, κρασί, ρακί και για καλούς μεζέδες. Όταν θα πολυγέρασε αυτός ο Ντσάνος τον έλεγαν Γέροντσάνο, έτσι πιθανόν να έχει καθιερωθεί αυτό το όνομα σε αυτό το μετόχι. Όπως τον πρόπερασμένο αιώνα, υπήρχε στον παραλιακό κάμπο της Ανώπολης, του Κοκκίνη το Χάνι που εξαιτίας του πήρε  το όνομα του αυτός ο όμορφος οικισμός. Από όλα τα Γουβιανά μετόχια, το Γεροντσανό ήταν το μεγαλύτερο και το σημαντικότερο, που όλοι του οι μόνιμοι κάτοικοι ήταν Γουβιανοί, επειδή τις Γούβες και το Γεροντσανό τους χωρίζει μια μεγάλη ρυακοκοιλάδα είναι αδύνατον να ενωθούν σε ευθεία με αυτοκινητόδρομο γι’ αυτό μέχρι τώρα ενώνονται με κακοτράχαλο γαϊδουρόδρομο ή καρτιρίμοστρατουλάκι και ήταν δυσκολοδιάβατο για τα γεροντάκια λίγο πιο επικίνδυνο ήταν  τους χειμερινούς μήνες που κουβαλούσαν με τους γαϊδάρους τις ελιές.Και όταν πέθαιναν οι άνθρωποι στο Γεροντσανό και  τους έβαναν πάνω στο κοινοτικό καθελέτο για να τους πάνε στις Γούβες στην εκκλησία τους έδεναν για να μην γλιστρούν σε αυτή την ανηφοροκατηφόρα που υπάρχει.Αυτές ήταν οι αιτίες που μετά την κατοχή μεταφέρθηκαν όλοι αυτοί οι κάτοικοι στις Γούβες.

Η τελευταία οικογένεια που ζούσε εκεί μέχρι τη δεκαετία του 1960 ήταν του Ανυφαντάκη Μανόλη ή Ανυφαντομανόλη. Έτσι η εγκατάλειψη αυτού του μετοχιού το ισοπέδωσε ολοκληρωτικά στο πέρασμα των χρόνων. Οι τελευταίες Γουβιανές οικογένειες που έμειναν εκεί τον περασμένο αιώνα ήταν οι εξής:

ΑΝΥΦΑΝΤΑΚΗ ΜΑΝΟΛΗ Ή ΑΝΥΦΑΝΤΟΜΑΝΟΛΗ

ΑΝΥΦΑΝΤΑΚΗ ΓΙΩΡΓΗ Ή ΑΝΥΦΑΝΤΟΓΙΩΡΓΗ

ΛΥΔΑΚΗ ΜΑΝΟΛΗ Ή ΜΑΝΟΛΑ

ΛΥΔΑΚΗ ΜΙΧΑΗΛ Ή ΛΥΔΟΜΙΧΑΛΗ

ΛΥΔΑΚΗΣ ΗΛΙΑΣ Ή ΛΙΟΣ

ΛΥΔΑΚΗ ΓΙΩΡΓΗ Ή ΛΥΔΟΓΙΩΡΓΗ

ΓΙΑΝΝΟΥΔΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΗ

ΧΕΙΡΑΚΑΚΗ ΜΑΝΟΛΗ

Στο Γεροντσανό έμεναν εποχιακά δύο οικογένειες από το κρασί:

ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΚΩΣΤΗ Ή ΒΟΥΡΒΟΥΛΗ

ΠΑΠΑΔΑΚΗ  ΜΑΝΟΛΗ Ή ΑΛΕΤΡΑ

Εκεί στο Γεροντσανό ορισμένοι Γουβιανοί είχαν από κληρονομιές ορισμένα μετοχόσπιτα μαγατσέδες αχέργιονες αχύρια αποθήκες, κελάρια, σπήλιους και κούμους.

Το Γεροντσανό είναι άγνωστο πότε πρωτοχτίστηκαν τα πρώτα του σπίτια, πιθανόν να είναι χτισμένα πριν από πολλές εκατοντάδες χρόνια. Όλα τα σπίτια του ήταν πετρόχτισμένα με χωματένια λάσπη, τα δώματα τους ήταν με δοκάρια και χώμα. Μέσα και έξω αυτά τα σπίτια ήταν χτισμένα με τους κανόνες της Κρητικής Τέχνης και της παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής της Κρήτης. Οι εξωτερικές πόρτες και τα παράθυρα τους ήταν στημένα με όμορφα πελεκημένες πέτρες της περιοχής. Σχεδόν όλα αυτά τα σπίτια , συνήθως αποτελούνταν  από την αυλή, μια καμαροπέτρινη αυλόπορτα από το πόρτεγο που είχε στη μέση μια πέτρινη καμάρα για να φτάνουν τα δοκάρια. Ακόμα υπήρχαν  οντάδες, τα πέτρινα τζάκια , οι  ανηφοράδες, οι φούρνοι Αχέργιονες, τα πατητήρια, τα κελάρια σαρνίτσια, τα ντουλάπια μέσα στους τοίχους, τα αχύρια οι κούμοι, οι Μαντζαντούρες τα Αργαστήρια  και συνήθως είχαν χτίσει δίπλα στην αυλόπορτα μια πέτρα με μια τρύπα στην μέση, την Δεματάρα, για να δένουν τα οζά.

Μέσα στα σπίτια τους  υπήρχαν κατά παράδοση και οι Γούβες που έκρυβαν τα προϊόντα τους  για να μην τους τα κλέβουν οι ξένοι φονιάδες κατακτητές.Τους περασμένους αιώνες όταν η Κρήτης μας ήταν σκλαβωμένη αυτό το Γουβιανό μετόχι τις νύχτες ήταν σύνδεσμος και λημέρι των επαναστατών της περιοχής μας. Επειδή στην Ανατολική πλευρά των περισσοτέρων σπιτιών του Γεροντσανού υπάρχει ένας δέτης είχαν βγάλει σπήλιους που ενώνονταν με τα σπίτια και τους χρησιμοποιούσαν σαν κελάρια – αποθήκες που ήταν δροσερές το καλοκαίρι και ζεστές το χειμώνα. Συνήθως έξω από αυτά τα σπίτια, υπήρχε το κηπούλι ή Σόχωρο που το φύτευαν χορτοπέρβολα και καρποφόρα δέντρα, αμυγδαλιές, καπλοσυκιές, ρογδιές, συκιές, δεσπολιές, ξυνόδεντρα και άλλα. Εκεί δίπλα στο Μετόχι στον πάτο του Γουβιανού ρυακιού υπήρχε το γεροντσανό πηγάι που έβγαζαν το νερό με τις βουρλιές ή σχοινιά, εκεί υπήρχαν και δυο μεγάλες πέτρινες γούρνες, η μια ήταν για να πλένουν οι γυναίκες τα ρούχα τους και η άλλη η στρογγυλή πέτρινη γούρνα ήταν για να ποτίζουν τα οζά.

Στο Γεροντσάνο τα χρόνια εκείνα ντυνόταν με γνήσιες κρητηκές φορεσιές, οι άνδρες φορούσαν χιαλουβάρια, βράκες, στιβάνια  και μαύρο κεφαλομάντηλο ή μαυρο κούκο. Συνήθως φορούσαν στη μέση τους μια πολυχρειαζούμενη υφαντή ποδιά διπλωμένη σε τρίγωνο στηριγμένη στη ζώνη τους. Οι γυναίκες ήταν καλοντυμένες, φορούσαν μακριές φούστες και ποδιές, οι καλοπαντρεμένες φορούσαν άσπρο τσεμπέρι και οι χαροκαμένες ή χήρες φορούσαν μαύρο τσεμπέρι και μαύρα ρούχα μέχρι να πεθάνουν.

Ολες οι Γεροντσανές οικογένειες δούλευαν κάθε μέρα στα χωράφια, έσπερναν, θέριζαν, αλώνιζαν, τρυγούσαν τα αμπέλια, μάζευαν τις ελιές, καλιεργούσαν περβόλια, βόσκιζαν τα διάφορα οζά τους, τυροκομούσαν και ζύμωναν.

Αυτές τις παλιές αγνές εποχές σε αυτό το όμορφο Γουβιανό Μετόχι οι άνθρωποι δεν είχαν άγχος, συχνοτραγουδούσαν, αποσπέριζαν και τα συχνολέγανε τις φεγγαροβραδιές έκαναν Γεροντσανογουβιανά παρεάκια, καντάδες, γλέντια στις Γούβες, στο Λιβάδι  και όλα ήταν χαμογελαστά. Εκεί φόλευαν περιστέρια, χελιδώνια, ατσελέγοι που έκαναν παρέα στους κατοίκους του μετοχιού.

Εκεί κακάριζαν πέρδικες, κελαηδούσαν κάθε λογής πουλιά, έκραζαν πετινοί, γαύγιζαν σκύλοι, ακούγονταν τα κουδούνια τον οζών πάνω στην Έδερη που όλα αυτά ήταν σαν μια ορχήστρα του Θεού.

Πριν το 1960 που ήμουν μαθητής του Δημοτικού Σχολείου Γουβών πήγαινα με άλλα κοπέλια  και ελέγαμε τα κάλαντα στο Γεροντσανό στην θειά μου την Ανυφαντομαρία αυτή μας καλοσόριζε, μας κερνούσε και μας έδινε καρύδια, αμύγδαλα, φυστίκια, πιταρίδες και άλλα. Τα χρόνια εκείνα, αυτά που με εντυπωσίαζαν στην αυλή της θείας μου της Μαρίας ήταν τα πολλά περιστέρια που έιχε, ένα όμορφο δέντρο, μια πιπεριά και μια μεγάλη φασκομηλιά που την καλλιεργούσε.

Τα χρόνια εκείνα οι κάτοικοι του Γεροντσανού  ήταν θρησκευόμενοι, τους άρεσε να  συχνοπηγαίνουν κάθε Κυριακή να εκκλησιάζονται στις Γούβες, στην Πολιούχο και ωραιότερη εκκλησία των Γουβών, την Ζωοδόχο Πηγή, πριν την κατακρεμήσουν άδικα  και παράνομα και χωρίς να τη φωτογραφήσουν και χωρίς να της παίξουν νεκρίκια την καμπάνα της, στην μνήμη της Αγιότητάς της, πριν γκεμήσουν  το καμπαναριό της και το ιερό της ορισμένοι προύχοντες και υπεύθυνοι των Γουβών λίγα χρόνια πριν το 1940.

Τελειώνοντας , ευχαριστώ πολύ τους Γέρους Γουβιανούς που μου έδωσαν πληροφορίες, ζωντανές  μαρτυρίες, ιδιαίτερα ευχαριστώ τα εγγόνια του τελευταίου κατοίκου του Γεροντσανού, του Ανυφαντάκη Μανόλη ή Ανυφαντομανόλη. Το γεννημένο στο Γεροντσανό Λυδάκη Γιάννη ή Γιάννη του Λυδογιώργη. Επίσης ευχαριστώ τον ενενηντάρη και πιο γέρο των Γουβών, γεννημένο στο Γεροντσανό, Μιχελάκη Κωστή, πρώην γραμματέα του Αγροτικού Συνεταιρισμού Γουβών και Προέδρου της κοινότητας Γουβών, 1974 – 1978.


ΓΟΥΒΕΣ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 2012

(Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα "Πατρίς")

Οι Γουβιανοί οικοδόμοι (1900-2010)

Οι Γουβιανοί οικοδόμοι (1900-2010)

Γράφει ο Βαγγέλης Μπαριτάκης


Στις Γούβες από τα πιο παλιά χρόνια υπήρχε μια παράδοση να βγαίνουν πολλοί τεχνίτες οικοδόμοι διαφόρων ειδικοτήτων. Τον περασμένο αιώνα που ζήσαμε εμείς οι παλιοί Γουβιανοί, θυμόμαστε και έχουμε ακούσει από πιο παλιούς ότι από το 1900 έως το 2010 οι Γούβες έχουν βγάλει πάνω από 200 τεχνίτες οικοδόμους.


Τους προηγούμενους αιώνες και στις Γούβες υπήρχε φτώχεια, πείνα, αρρώστιες, αμάθεια, αναλφαβητισμός, εκμετάλλευση, ανεργία και ήταν πολύ δύσκολο εκείνα τα χρόνια ένας οικοδόμος να κάνει λίγα μεροκάματα το χρόνο. Επίσης τα χρόνια εκείνα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να σπουδάσει ένας νέος. Γι αυτό οι περισσότεροι Γουβιανοί νέοι πήγαιναν στο Μεγάλο Κάστρο για να μάθουν οικοδομικές τέχνες και γινόντουσαν τεχνίτες οικοδομών που με τον κόπο τους ζούσαν τις οικογένειες τους και σιγά σιγά έχτιζαν ένα δικό τους σπιτάκι για να μην πληρώνουν ισόβια ενοίκιο. Ορισμένοι από αυτούς τους οικοδόμους έγιναν αυτοαπασχολούμενοι εμπειροτέχνες εργολάβοι, όπως τα αδέρφια Αντρέας και Γιώργης Μαυράκηδες ή Κατσικάκηδες που είχαν δουλέψει στη Χανιόπορτα ως πελεκάνοι και μετά ως εργολάβοι έχτισαν το δήμο Ηρακλείου. Μετά το θάνατο του Γιώργη Μαυράκη, συνέχισε τις εργολαβίες ο αδερφός του ο Κατσικαντρέας που έχτισε την Παναγία της Νεαπόλεως, το πρώτο αεροδρόμιο του Ηρακλείου, τις τεχνικές σχολές Αλικαρνασσού και άλλα μεγάλα δημόσια και ιδιωτικά έργα. Άλλοι προπολεμικοί Γουβιανοί εργολάβοι ήταν ο Γιώργης Μαυράκης ή Σκουντής που είχε δουλέψει σαν πελεκάνος στον Άγιο Μηνά και είχε χτίσει στο Μεγάλο Κάστρο το εργοστάσιο αλευροβιομηχανίας του Γουβιανού Νικολάου Καστρινάκη, που ήταν βουλευτής το 1903. Επίσης σημαντικός προπολεμικός εργολάβος στο Ηράκλειο ήταν ο Γιώργης Σπουρδαλάκης. Ένας άλλος μεγάλος εργολάβος του Ηρακλείου, ο γιός του Κατσικογιώργη, ο Ηρακλής Μαυράκης, είχε φτιάξει πολλά μεγάλα έργα στο Ηράκλειο, όπως το ξενοδοχείο «Ατλαντις». Δε μπορώ να μην αναφέρω τον πατέρα μου Μαστρογιώργη Μπαριτάκη, που είχε δουλέψει το 1925 σαν μαθητευόμενος πελεκάνος-χτίστης στην τότε νέα εθνική οδό Ηρακλείου-Αγίου Νικολάου και Ηρακλείου-Δαμάστας-Μαράθου, στη συνέχεια έγινε αυτοδίδακτος χτίστης μπουρεξίδικων φούρνων, ατμοκάζανων των πυρηνελαιουργείων και υψηλών χτιστών καμινάδων, ενώ ταυτόχρονα είχε χτίσει και διάφορα σπίτια στις Γούβες. Τα μεταπολεμικά χρόνια έγιναν και άλλοι Γουβιανοί αυτοαπασχολούμενοι εμπειροτέχνες εργολάβοι όπως ο Σερδαράκης Δημήτρης, ο Ανδριανάκης Ιωάννης, ο Μαυράκης Παυλής, ο Μαυράκης Θεοχάρης, τα αδέρφια Χανιωτάκηδες, τα αδέρφια Πλευράκηδες, τα αδέρφια Χειρακάκηδες, ο Πεπονάκης Γιώργος του Εμμανουήλ, ο Λυδάκης Αντώνης, ο Γραφανάκης Κωστής, ο Γιαμαλάκης Νίκος και άλλοι. Σχεδόν όλοι οι Γουβιανοί μάστορες κάθε πρωί έπιναν καφέ στα μαστοροκαφενεία του Ηρακλείου, όπως το «Αβέρωφ» και το «Αθηναϊκό», σε διάφορα προαστιακά καφενεία, στις Πατέλες, στον Πόρο, στο Μασταμπά, στα Καμίνια, στην Αλικαρνασσό και αλλού. Σε αυτά τα μαστοροκαφενεία συναντιόντουσαν και τα βράδια οι εργολάβοι, οι μαστόροι, οι ιδιώτες και συζητούσαν πώς θα έφτιαχναν τις οικοδομές. Εκεί κάθε Σάββατο γινόντουσαν οι πληρωμές των μαστόρων και μετά ορισμένοι από αυτούς έπιναν τσικουδιά, ούζο, κρασί με μεζεδάκια και εκεί που τους έβλεπαν ορισμένοι αμαθείς κατηγορούσαν τους φρόνιμους οικοδόμους ότι είχαν «κακά φρονήματα». Εγώ όμως σαν παλιός Γουβιανός και πρώην τεχνίτης οικοδομών σέβομαι τον ιδρώτα που έχουν χύσει όλοι οι οικοδόμοι χτίζοντας όλα τα εργοστάσια, τα ξενοδοχεία, τις πολυκατοικίες, τα δημόσια και ιδιωτικά έργα, τα οποία δεν είναι δικά τους. Όλοι αυτοί οι αγνοί εργαζόμενοι οικοδόμοι ήταν πάντα αδικημένοι από την πολιτεία γιατί τους λένε ότι τα ένσημα τους είναι βαρέα, αλλά δεν τους λένε ότι η σύνταξη τους είναι ελαφριά. Οι Γουβιανοί οικοδόμοι είναι χωρισμένοι σε δύο παρατάξεις: στους ζωντανούς που είναι εδώ και στους νεκρούς που είναι αλλού και πρέπει στις Γούβες κάθε χρόνο μία μέρα να τους τιμάμε όλους μαζί και να τηρούμε γι’ αυτούς ενός λεπτού σιγή, καθώς και να ονομάσουμε στις Γούβες ένα δρόμο με το όνομα τους. Ένας λόγος που πρέπει να κάνουμε τα παραπάνω είναι ότι οι Γουβιανοί οικοδόμοι έχουν χτίσει όλα τα κτίσματα στον τόπο μας, όπως είναι οι εκκλησίες μας, το σχολείο μας, οι καμάρες μας, οι ανεμόμυλοι μας, οι φάμπρικες μας, ο μελισσόκηπος μας που δίνουν φώς στη Γουβιανή παραδοσιακή αρχιτεκτονική και στον πολιτισμό.




Στην παρακάτω λίστα των μαστόρων συμπεριλαμβάνονται οι Γουβιανοί που δούλεψαν λίγα ή πολλά χρόνια στις οικοδομές, οι Γουβιανοί γαμπροί και οι ορισμένοι μόνιμοι κάτοικοι των Γουβών. Αν παρέλειψα κάποιου μάστορα το όνομα, ζητώ συγγνώμη. Μελλοντικά θα γίνει μια πιο ολοκληρωμένη καταγραφή των μαστόρων μας, στο νέο βιβλίο που ετοιμάζω «Οι Γουβιανοί μαστόροι στο πέρασμα των αιώνων».


Γουβιανοί καλουπατζήδες:


• Αναγνωστάκης Μανώλης του Μιχαήλ


• Ανδριανάκης Γιάννης του Μανώλη


• Ανδιανάκης Μανώλης του Γιάννη


• Γραφανάκης Κωστής του Νικολάου


• Γραφανάκης Γιάννης του Νικολάου


• Γραφανάκης Νίκος του Γεωργίου


• Γραφανάκης Δημήτρης του Γεωργίου


• Γιαμαλάκης Νίκος του Αλέκου


• Γιαννουδάκης Μανώλης του Δημητρίου


• Δασκαλάκης Δημήτρης του Νικολάου


• Δετοράκης Μιχάλης του Μανώλη


• Δετοράκης Γιώργης του Μανώλη


• Δετοράκης Κωστής του Σπυρίδων


• Δετοράκης Μανώλης του Αντώνη


• Δρακούλης Δημήτρης


• Ζουμής Θοδωρής


• Καβαδάτος Γιάννης του Μιχάλη


• Κυρικάκης Γιώργης του Νικολάου


• Κυρικάκης Κωστής του Νικολάου


• Κυρικάκης Μανώλης του Νικολάου


• Κυρκάκης Χαράλαμπος του Μιχάλη


• Κυρκάκης Νίκος του Μιχάλη


• Κυρκάκης Μιχάλης του Μιχάλη


• Καλιακάκης Μανώλης του Κωστή


• Κωνσταντουλάκης Στρατής του Στέλιου


• Καργιωτάκης Αντώνης του Δημητρίου


• Καργιωτάκης Δημήτρης του Μιχαήλ


• Κανάκης Νίκος του Μιχαήλ


• Κανάκης Μιχάλης του Νικολάου


• Καρεκλάκης Γιώργης του Αντώνη


• Καρεκλάκης Αντώνης του Γιώργη


• Καρεκλάκης Αιμίλιος του Γιώργη


• Λυδάκης Νίκος του Παναγιώτη


• Λυδάκης Αντώνης του Μανώλη


• Λυδάκης Γιάννης του Μανώλη


• Λυδάκης Μανώλης του Αντώνη


• Μακριδάκης Αλέκος του Μανώλη


• Μακριδάκης Μανώλης του Αλέκου


• Μαυράκης Ηρακλής του Γιώργη


• Μαυράκης Παύλος του Μανώλη


• Μαυράκης Θεοχάρης του Μανώλη


• Μαυράκης Μανώλης του Παύλου


• Μαυράκης Δημήτρης του Παύλου


• Μαυράκης Νίκος ή Σκουντής


• Μαρκάκης Τάκης του Γιώργη


• Μαστοράκης Στέφανος


• Μπαριτάκης Βαγγέλης του Γεωργίου


• Ντάλας Λευτέρης του Γιάννη


• Ντάλας Γιάννης του Λευτέρη


• Πεπονάκης Γιώργης του Μύρου


• Πεπονάκης Γιώργης του Μανώλη


• Πεπονάκης Γιώργης του Μιχάλη


• Πλευράκης Αντώνης του Μανώλη


• Πλευράκης Βαγγέλης του Μανώλη


• Πλευράκης Γιώργης του Βαγγέλη


• Πλευράκης Μανώλης του Βαγγέλη


• Σπυριδάκης Μιχάλης του Μανώλη


• Σπυριδάκης Μανώλης του Κωστή


• Σπυριδάκης Γιώργης του Κωστή


• Σπυριδάκης Μιχάλης του Κωστή


• Σπυριδάκης Λεωνίδας του Μανώλη


• Σερδαράκης Βαγγέλης του Χαρίδημου


• Φακιωλάκης Νίκος του Κωστή


• Φουντιδάκης Μανώλης του Χαραλάμπου


• Χατζάκης Δημήτρης του Μιχάλη


• Χατζάκης Αντώνης του Ζαχάρη


• Χανιωτάκης Μανώλης του Γιώργη


• Χανιωτάκης Νικήτας του Γιώργη


• Χανιωτάκης Κωστής του Γιώργη


• Χανιωτάκης Δημήτρης του Γιώργη


• Χανιωτάκης Γιώργης του Νικήτα


• Χανιωτάκης Μανώλης του Νικήτα


• Χειρακάκης Μιχάλης του Νικολάου


• Χειρακάκης Δημήτρης του Νικολάου


• Χειρακάκης Μανώλης του Νικολάου


• Χειρακάκης Κωστής του Νικολάου


• Χειρακάκης Φραγκιός του Ζαχάρη


Γουβιανοί χτίστες-πελεκάνοι:


• Ανυφαντάκης Μανώλης


• Ανυφαντάκης Γιώργης


• Δετοράκης Μιχάλης του Γιάννη


• Ζαχαριουδάκης Γιώργης του Κωστή


• Ζαχαριουδάκης Μιχάλης του Γιώργη


• Κατσικάκης Γιάννης του Νικολάου


• Κωνσταντινίδης Μιλτιάδης του Κωνσταντίνου


• Μαυράκης ή Κατσικάκης Αντρέας


• Μαυράκης ή Κατσικάκης Γιώργης


• Κρητικάκης Γιάννης


• Μπαριτάκης Γιώργης του Γιάννη


• Μαυράκης Μανώλης ή Φωτογράφος


• Μαυράκης Κωστής του Μανώλη


• Μαυράκης Μανώλης


• Νικολακάκης Μανώλης του Αντώνη


• Σμυρνάκης Μανώλης του Νικολάου


• Σησαμάκης Νίκος του Μιχαήλ


• Σπουρδαλάκης Γιώργης


• Φακιωλάκης Κωστής του Νικολάου


• Χατζακάκης Μάρκος


• Χρυσάκης Κωστής


• Σερδαράκης Δημήτρης του Χαρίδημου


Γουβιανοί χτίστες-σοβατζήδες:


• Γιαννουδάκης Γιώργης του Μιχάλη


• Γιαννουδάκης Σταύρος του Μιχάλη


• Κομψέλης Γιώργης


• Κομψέλης Βασίλης του Γιώργη


• Κομψέλης Μανώλης του Γιώργη


• Μπαριτάκης Γιάννης του Γιώργη


• Ντατσιονάκης Αντώνης


• Σμυρνάκης Νίκος του Μανώλη


• Τραπιέρης Γιώργης του Δημήτρη


• Τερζάκης Μανώλης του Γιάννη


Γουβιανοί χαρκίαδες εξαρτημάτων οικοδομών:


• Ανδριανάκης Μανώλης του Ιωάννη


• Γιαννουδάκης Μανώλης του Κωστή


• Γιαννουδάκης Δημήτρης του Μανώλη


• Μπαριτάκης Λευτέρης του Γιάννη


• Πεπονάκης Μανώλης του Κωστή


• Πεπονάκης Αριστείδης του Μανώλη


• Πεπονάκης Φραγκιός του Μανώλη


• Πεπονάκης Κωστής του Μανώλη


• Πεπονάκης Γιώργης του Μανώλη


• Πεπονάκης Ηρακλής του Μανώνη


Γουβιανοί σιδεράδες πορτών και καγκέλων οικοδομών:


• Αναγνωστάκης Μανώλης του Γεωργίου


• Αναγνωστάκης Γιάννης του Γεωργίου


• Καστανάκης Μανώλης του Κυρίκου


• Κοκολάκης Νίκος του Μανώλη


• Καρασαββίδης Θανάσης


• Λυδάκης Μιχάλης του Γεωργίου


• Σταυρουλάκης Σταύρος του Νικολάου


• Τσαγκαράκης Μανώλης του Κωστή


• Φακιωλάκης Γιώργης του Μανώλη


Γουβιανοί ηλεκτρολόγοι οικοδομών:


• Ανδριανάκης Μιχάλης του Μανώλη


• Δασκαλάκης Μύρος του Κωστή


• Δασκαλάκης Αντώνης του Μανώλη


• Χειρακάκης Γιάννης του Ζαχάρη


Γουβιανοί Λατόμοι:


• Φακιωλάκης Μανώλης του Μιχάλη


Γουβιανοί χειριστές μηχανημάτων οικοδομών:


• Αρετάκης Δημήτρης του Αντρέα


• Αλεξανδράκης Γιώργης του Δημήτρη


• Καστανάκης Γιώργης του Κωστή


• Καστανάκης Κωστής του Γιώργη


• Καπετανάκης Στέφανος του Μιχάλη


• Κουφαλιτάκης Μανώλης του Γιώργη


• Μαρής Σπύρος του Μύρου


• Μαρής Μύρος του Σπύρου


• Μεταξάκης Νίκος του Γιώργη


• Σπυριδάκης Σπύρος του Στέλιου


• Πεπονάκης Μανώλης του Αριστείδη


• Ριτσόπουλος Χρήστος του Δημήτρη


• Ριτσόπουλος Στέλιος του Χρήστου


• Ριτσόπουλος Νίκος του Χρήστου


• Ντατσιονάκης Γιάννης του Αντώνη


• Ντατσιονάκης Νίκος του Αντώνη


Γουβιανοί μαρμαράδες-πλακατζήδες:


• Ανδρουλάκης Κωστής


• Ζαχαριουδάκης Νίκος του Γεωργίου


• Τραπιέρης Δημήτρης του Γιώργη


• Τραπιέρης Μανώλης του Γιώργη


• Πετσαλάκης Γιώργης του Παυλή


• Πετσαλάκης Μιχάλης του Παυλή


• Φρυσάλης Αποστόλης του Γεωργίου


Γουβιανοί ελαιοχρωματιστές:


• Δασκαλάκης Μύρος του Νικολάου


• Καργιωτάκης Σταύρος του Μιχάλη


• Μαρκάκης Μιχάλης του Κωστή


• Κουφαλιτάκης Μιχάλης του Μανώλη


• Κουφαλιτάκης Κωστής του Μιχάλη


• Καπετανάκης Μιχάλης του Στεφανή


• Σταυρουλάκης Ευγένιος του Γεωργίου


• Πλακιωτάκης Γιώργης του Δημήτρη


• Φραγκιουδάκης Μηνάς του Μανώλη


Γουβιανοί υδραυλικοί οικοδομών:


• Αλεξάκης Γιώργης του Βαγγέλη


• Δετοράκης Νίκος του Μανώλη


• Κοκολάκης Γιάννης του Νικολάου


• Κοκολάκης Μανώλης του Νικολάου


• Κουφαλιτάκης Μανώλης του Μιχάλη


• Πεπονάκης Κωστής του Γιώργη


• Πεπονάκης Μιχάλης του Κωστή


• Φακιωλάκης Μανώλης του Κωστή


• Φούρναρης Βασίλης του Αντώνη


• Φρυσάλης Σίλας του Γεωργίου


• Χατζακάκης Ιωάννης του Δημητρίου


Γουβιανοί ξυλουργοί:


• Αναγνωστάκης Μιχάλης του Μανώλη


• Αναγνωστάκης Κωστής του Μιχάλη


• Αρναούτης Κωστής του Γιάννη


• Βελιβασάκης Αθανάσιος του Χαρίδημου


• Βελιβασάκης Χαρίδημος του Αθανασίου


• Βελιβασάκης Μανώλης του Αθανασίου


• Βελιβασάκης Μηνάς του Αθανασίου


• Βλαχάκης Κώστας του Μανώλη


• Γραφανάκης Γιώργης του Νικολάου


• Γιαννουδάκης Μιχάλης του Ιωάννη


• Καλιακάκης Μανώλης του Ιωάννη


• Καρύδης Μανώλης του Μιχάλη


• Καπετανάκης Μανώλης του Γεωργίου


• Κάντας Γιώργης του Μανώλη


• Μυλωνάκης Μανώλης του Νίκου


• Μυλωνάκης Νίκος του Μανώλη


• Μυλωνάκης Γιώργης του Μανώλη


• Μαρκάκης Νίκος του Παναγιώτη


• Τραβαγιάκης Νίκος του Γεωργίου.


(Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα "Πατρίς" 09/05/2011)