Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Τα μεταπολεμικά Γουβιανά πανηγύρια της Παναγίας της Κεράς.

Τα μεταπολεμικά Γουβιανά πανηγύρια της Παναγίας της Κεράς.

Γράφει ο Βαγγέλης Μπαριτάκης

   Ένα από τα μεγαλύτερα μεταπολεμικά Γουβιανά πανηγύρια γινόταν στη γιορτή της Παναγίας της Κεράς στις οκτώ Σεπτέμβρη. Το πρωί αυτής της γιορτής, ο Γουβιανός παπά Ηλίας και οι ψάλτες άρχιζαν τη θεία λειτουργία. Στη συνέχεια μαζεύονταν οι Γουβιανοί με τους μουσαφίρηδες τους και πολλοί πανηγυριώτες από τα τριγύρω χωριά με τους στολισμένους γαϊδάρους, μουλάρια και τα γιωργαλίδικα άλογα. Εκτός από τις αρτοπλασίες που έφερναν στη χάρη της Παναγίας της Κεράς, έφερναν και αυτά που της είχαν τάξει, όπως αρνιά, κατσίκια, πετεινάρια, κούβους και άλλα, που στη συνέχεια τα κλήρωναν για την Ενορία Γουβών.
   Το πρωί-πρωί αυτού του πανηγυριού μαζεύονταν εκεί μικροπωλητάδες που πουλούσαν πάνω σε ράντζα μικροπαιχνίδια και στρουφιχτές καραμέλες με ένα στρουφιχτό χαρτάκι στη μέση με μια μαντινιάδα που την τάσσαμε ο ένας στον άλλο. Εκείνο το πρωί ερχόταν στο πανηγύρι και κάποιος παγωτατζής από τη χώρα με τρίκυκλο ποδήλατο. Ερχόταν επίσης και ο Σόλων από τον Πόρο που φόρτωνε πάνω στο μηχανάκι του ποδήλατα και τα νοίκιαζε στους πιτσιρικάδες. Ερχόταν και φωτογράφοι που έβγαζαν αναμνηστικές φωτογραφίες, ερχόταν και κάποιος παπατζής με τους αβανταδόρους του. Επίσης εκεί πουλούσαν ορισμένοι παραδοσιακοί χασάπηδες από τα γύρω χωριά πεντανόστημο καπρικό. Μετά στην εκκλησία μοίραζαν το αντίντερο και τους άρτους. Σε αυτό το Γουβιανό πανηγύρι έρχονταν από τα γειτονικά χωριά και έκαναν εράνους για να αποπερατώσουν διάφορες εκκλησίες. Όσοι τους έδιναν ότι μπορούσαν, τους κάρφωναν στο πέτο ένα ειδικό χαρτάκι για να μην τους ξαναγυρέψουν λεφτά.
   Το μεσημέρι οι πανηγυριώτες ήταν καλεσμένοι και πήγαιναν στα Γουβιανά σπίτια που οι νοικοκυράδες είχαν ετοιμάσει τα βρισκούμενα πιλάφια, βραστό, κοκκινιστό, ψητό και καλό Γουβιανό κρασί. Το βράδυ πάλι ξαναγευμάτιζαν στα σπίτια τα παρεάκια και πήγαιναν πορπατάρηδες φαγωμένοι στα Γουβιανά γλέντια που γίνονταν στο Λιβάδι και στην Κάτω Πλατεία, στου Τσαγκαρονικόλη το μαγαζί. Επειδή ο κάθε καφετζής είχε λίγα τραπεζάκια, οι περισσότεροι κάθονταν σε καρέκλες ή σε πάγκους-μαδέρια. Οι νεαροί συνήθως πήγαιναν και έπιναν στα τεζιάκια ρακί με αστραγάλια και ορισμένοι κάθιζαν σε κάποιο τραπεζάκι και έπιναν Γουβιανό κρασί με ψιλοκομμένο καπρικό με παξιμαδάκια. Τις γυναίκες τις κερνούσαν υποβρύχιες βανίλιες, λουκούμια, πορτοκαλάδες Βιοχύμ, Γουβιανές γαζόζες ή κάποια φλόκα. Οι οργανοπαίχτες είχαν βάλει στη μέση του Λιβαδιού ή πλατείας ένα τραπεζάκι με δυο καρέκλες και εμείς χορεύαμε γύρω-γύρω τους. Ο στόχος όμως των Γουβιανών σε αυτά τα γλέντια ήταν να χορεύουν μέχρι το πρωί. Τον Γουβιανό σεμνό και μερακλήδικο πηδηχτό, τον Χανιώτη, τον Πεντοζάλη, τη Σούστα, Καλαματιανό, Ταγκό, Βαλς και άλλους χορούς.
   Αυτό που δεν ξεχνω ποτέ είναι όταν θέλαμε να χορέψουμε ταγκό τις κοπελιές πηγαίναμε και τις ζητούσαμε από τους χωριανούς συγγενείς και φίλους μας για να χορέψουμε και μετά όταν έλεγαν οι γονείς τους το “ναι”, ξαναρωτούσαμε τις κοπελιές και αυτές αν θέλουν να χορέψουμε ταγκό. Την ώρα που χορεύαμε κάποιος από εμάς έλεγε “ντάμα μπουφέ” που σήμαινε ότι πρέπει ο καφετζής να κεράσει όλες τις κοπελιές που χόρευαν και θα πληρώσει ο κάθε καβαλιέρος. Στη συνέχεια του χορού έλεγε κάποιος “ντάμα λυράρη” που σήμαινε ότι όλοι οι νεαροί που χορεύουν να ρίξουν μέσα στη μαντόλα λεφτά των οργανοπαιχτών.
   Τις δεκαετίες 1950-60 που εγώ θυμάμαι σαν παιδί, σε αυτά τα πανηγύρια είχαν παίξει οι Γουβιανοί λυράρηδες Μιχάλης Μαρκάκης ή Σπανός, ο Καλιακάκης Αντώνης ή Καλιακαντώνης και οι Γουβιανοί βιολάτορες Κωστής Μαρκάκης ή Κοντόχας, Θοδωρής Δετοράκης και Στερεός Πλευράκης που τις περισσότερες φορές είχαν βασικούς μπασαδόρους τον Γιάννη Μπαριτάκη και Γιάννη Γιαννουδάκη. Επίσης συχνοέπαιζαν μαντόλα σε παρέες και σε καντάδες ο Παυλής Δετοράκης και ο Νίκος Μαυράκης ή Σκουντής. Ο μεγάλος Γουβιανός λυράρης Γιάννης Κουφαλιτάκης είχε παίξει και σε αυτά τα γλέντια πολλές φορές αλλά μετά το 1970.
   Άλλοι οργανοπαίχτες που είχαν παίξει στο πανηγύρι τις δεκαετίες του 1950-60 ήταν οι βιολάτορες από το Σκαλάνι, Γιώργης και Κωστής Βασιλάκης, ο Ηρακλής Σταυρουλάκης από την Επισκοπή, ο Μουχταριανός βιολάτορας Πετρουγάκης, ο Κωστής Καπετανάκης ή Καψάλης από το Μοχό, ο Καλογεράκης από τις Αγιές Παρασκιές και άλλοι.
   Τη δεκαετία του 1960-70 είχαν παίξει σε αυτά τα Γουβιανά πανηγύρια ο Νίκος Ξυλούρης, ο Γιώργος Καλομοίρης, ο Βασίλης Σκουλάς με τον Γιώργο Κουμιώτη, ο Μιχάλης Τσαγκαράκης, ο Ζαχαρίας Μελεσενάκης, ο μεγάλος Γουβιανός λυράρης Γιάννης Κουφαλιτάκης και άλλοι.
   Τα μεταπολεμικά χρόνια όταν τέλειωνε το γλέντι οι Γουβιανοί μερακλήδες κάθιζαν γύρω-γύρω από τους οργανοπαίχτες και τραγουδούσαν μέχρι να ξημερώσει.
   Τι τελευταίες δεκαετίες διαφοροποιήθηκαν ορισμένα πράγματα και στα Γουβιανά γλέντια. Δηλαδή σχεδόν όλοι οι αξιόλογοι λυράρηδες της Κρήτης μας δεν θέλουν να μάθουν και δεν θέλουν να παίζουν τον ερωτικό χορό ταγκό, όπως γινόταν παλιά.
   Η δεύτερη παρατήρηση μου είναι ότι οι περισσότεροι “προστάτες και σωτήρες” της Κρητικής παραδοσιακής μουσικής και χορών, ουσιαστικά ξεβάφτισαν τον Καστιρνό Πηδηχτό και τον βάφτισαν “Μαλεβιζιώτη”. Διατυμπανίζοντας τις τελευταίες δεκαετίες στα μέσα ενημέρωσης μόνο το όνομα “Μαλεβιζιώτης” και έχουν μάλλον αναγκάσει τον Κρητικό λαό να ντρέπεται να λέει το όνομα “Πηδηχτός” για να μην τον κοροϊδεύουν. Το πιο λυπηρό είναι ότι σχεδόν όλοι οι Καστρινοί δεν λένε το χορό τους “Καστρινό Πηδηχτό” αλλά “Μαλεβιζιώτη”.
   Και η τρίτη παρατήρηση και παράπονο που κάνω είναι ότι σχεδόν όλοι οι αγαπητοί μας λυράρηδες δεν θέλουν να μάθουν να παίζουν ερωτικές Σητειακές κοντυλιές στις καντάδες και στα γλέντια, αλλά ούτε παίζουν στον ανατολικό Νομό Ηρακλείου και στο Νομό Λασιθίου της Νύφης το Σκοπό για να μην τραγουδούν στους γάμους όλοι οι γαμηλιώτες όπως παλιά.

Γουβιανή φωτογραφία του 1964 από το βιβλίο μου “Οι Γούβες”. Στη λύρα ο Στερεός Πλευράκης και στη μαντόλα ο Νίκος Μαυράκης ή Σκουντής.

(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 8/9/2016)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου