Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Στη διακλάδωση Γουβών έχασαν οι Γερμανοί την τελευταία μάχη στην Κρήτη.

Στη διακλάδωση Γουβών έχασαν οι Γερμανοί την τελευταία μάχη στην Κρήτη

Γράφει ο Βαγγέλης Γ. Μπαριτάκης
Μετά από 60 χρόνια γράφεται για πρώτη φορά στην εφημερίδα “Πατρίς” για την τελευταία μάχη που έχασαν οι Γερμανοί στρατιώτες στην Κρήτη και συγκεκριμένα στην διακλάδωση Γουβών τον Οκτώβρη του 1944.
Τώρα ζούνε στις Γούβες γέροι Γουβιανοί που θυμούνται και αφηγούνται ακόμη με ζωντανές μαρτυρίες αυτή την ήττα και την αποτυχία των Γερμανών στρατιωτών και για την μάχη που έχασαν στην διακλάδωση Γουβών τον Οκτώβρη του 1944.
Αυτή η ιστορική περιπέτεια άρχισε την προηγούμενη μέρα όταν οπισθοχωρούσε μια μεγάλη γερμανική φάλαγγα από την μεριά της Χερσονήσου προς τις Γούβες για το Ηράκλειο, μπροστά προχωρούσαν μοτοσυκλετιστές, μετά ακολουθούσαν στρατιωτικά αυτοκίνητα φορτωμένα στρατιώτες και συνέχιζε η φάλαγγα με κινητά κανόνια σαν να παρέλαζαν οι νικημένοι Γερμανοί στρατιώτες.

Οπως προχωρούσε αυτή η φάλαγγα από την μεριά της Χερσονήσου μετά από τον Αποσελέμη στο Γουβιανό Κάμπο απότομα εμφανίστηκαν πίσω από το γουβιανό βουνό Εδέρι δύο στρατιωτικά ενεξέλεγκτα αεροπλάνα και έρριξαν πολλούς πυροβολισμούς και βόμβες πάνω στην Γερμανική φάλαγγα έτσι που ήταν βορβαδισμένοι. Αυτή η Γερμανική φάλαγγα συνέχισε τη οπισθοχώρηση της προς το Ηράκλειο. 

Οι Γερμανοί όμως στρατιωτικοί αγρίεψαν γι’αυτό το βορβαδισμό που τους έκαναν να εκδικηθούν εμάς δηλαδή να μας ανατινάξουν στην μεγάλη γέφυρα του Αποσελέμη να κόψουν την συγκοινωνία της Κρήτης στα δύο έτσι θα γινόταν στην γέφυρα του Αποσελέμη μια νέα ανατίναξη από τους Γερμανούς παρόμοια με του Γοργοποταμου. Αυτή την απόφαση για την ανατίναξη της γέφυρας του Αποσελέμη δεν την ήξερε κανείς.


Στη φωτογραφία η ιστορική γέφυρα του Αποσελέμη που το 1944 οι αντάρτες του ΕΛΑΣ απέτρεψαν τους Γερμανούς στρατιώτες από το να την ανατινάξουν. Στο τέλος της δεκαετίας του '50 εμείς οι Έλληνες την καταστρέψαμε, ανεπανορθωτο λάθος.

Το δημοτικό σχολείο Γουβών που το χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί στην κατοχή και σαν μα μαγειρείο και δεν του δημιούργησαν βλάβες. Αντιθέτως μετά το 2000 με τις ευλογίες του Δήμου Γουβών αφαίρεσαν πάνω από το γραφείο του σχολείου τέσσερα πέτρινα έργα τέχνης που δεν έπρεπε.



Τα ξημερώματα της επομενης μέρας του βομβαρδισμού της Γερμανικής φάλαγγας ήρθαν στις Γούβες μια διμοιρία στρατιώτες του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Γουβιανό Ηρακλειώτη λοχία Γιώργη Πιτσιδιανό γιατί αυτός είχε πάρει διαταγή ότι εκείνο το πρωϊνό θα ανατίναζαν την γέφυρα του Αποσελέμη και πρέπει πάση θυσία να πολεμήσουν τους Γερμανούς αυτοί οι στρατιώτες να μην ανατινάξουν αυτή τη γέφυρα.


Ο Γουβιανοκαστρινός Γιώργης Πιτσιδιανός, δημοσιογράφος - σεναριογράφος και λοχίας του ΕΛΑΣ που διοργάνωσε αυτή τη μάχη και τη νίκη στις Γούβες, για να μην ανατινάξουν οι Γερμανοί τη γέφυρα του Αποσελέμη. Φωτογραφία από το βιβίο μου "Γούβες 1940-44".


Ο λοχίας Γιώργης Πιτσιδιανός είχε πολλούς συγγενείς και φίλους στις Γούβες και τον καλωσόρισαν. Τους εξήγησε πως θα γίνει αυτή η μάχη και αντίσταση ορισμένοι Γουβιανοί συμπαραστάθηκαν και βοήθησαν αυτούς τους στρατιώτες ενώ και στις Γούβες υπήρχε αυτό τον καιρό φτώχια. Οι Γουβιανοί Λυδάκης, Παναγιώτης ή Χαρτοπαναγιώτης, ο Περκατσούνης Παναγιώτης και ο Μιχελάκης Κωστής βρήκαν ψωμί και μαγείρεψαν μελιτζάνες με πατάτες εκεί στο Γουβιανό κάμπο για να φάνε οι στρατιώτες.

Έτσι με διάφορους τρόπους οι Γουβιανοί συμπαραστάθηκαν μέχρι τέλος αυτής της μάχης στους Κρητικούς στρατιώτες.
Για την αντίσταση αυτής της μάχης συζήτησα τον Μάιο του 2000 με ένα στρατιώτη που πολέμισε εκεί στη διακλάδωση Γουβών τον Σίμο Συμεωνίδη παλιό και γνωστό ζαχαροπλάστη στο μεγάλο κάστρο.

Στη φωτογραφία αριστερά ο Μπαριτάκης Βαγγέλης και δεξιά ο Σίμων Συμεωνίδης, συζητούν για τη μάχη στη διακλάδωση Γουβών.

Αυτήν την συζήτηση την έχω πρωτοδημοσιεύσει στο βιβλίο μου “Γούβες 1940-44” που σε αυτή τη συζήτηση μου τα είπε όλα ο μακαρίτης ο μπάρμπα Σίμος.
Μπαριτάκης Βαγγέλης
Ερ.: Μπάρμπα -Σίμο, σήμερα ήρθα επαέ στο σπίτι σου στις Κάτω Γούβες με καλοδέχτηκες ήπιαμε ρακί, φάγαμε αγκινάρες, κουκιά, ελιές και άλλους νόστιμους μεζέδες που είχε φτιάξει η γυναίκα σου και σε ευχαριστώ πολύ. Εγώ όμως ήρθα επαέ για να σε ρωτήξω πως εσείς οι αντάρτες του ΕΛΑΣ επιάσατε τσοι Γερμανούς στη διακλάδωση των Γουβών.
Συμεών Συμεωνίδης
Απαντ.: Εμείς παιδί μου Βαγγέλη εσύραμε πολλά την Κατοχή αφιλοκερδώς πολεμούσαμε τσοι Γερμανούς με στερήσεις, φτώχεια, πείνα και κινδύνους στα βουνά της Κρήτης.
Μ.Β.: Μα εγώ θέλω να μου πεις πως πιάσατε τσοι Γερμανούς στις Γούβες.
Σ.Σ.: Εμείς Βαγγέλη αυτές τις μέρες είμαστε στη Βιάννο και στην Εμπαρο στα βουνά, μετά είχαμε φύγει από εκεί και πήγαμε στο Καστέλι Πεδιάδος που κάναμε μια μάχη με τους Γερμανούς και σκοτώσαμε το Γερμανό διοικητή στο Καστέλι. Μετά πήρε μια διαταγή ο διμοιρίτης μας ο λοχίας Γιώργης Πιτσιδιανός να πάμε στις Γούβες. Ξεκινησαμε την νύχτα με τα πόδια από τα βουνά του χωριού Ξυδά. Ο Πιτσιδιανός κρατούσε τα χαρτιά σε κάθε τόπο και χωριό και κατέγραφε την πορεία μας.
Μ.Β.: Μπάρμπα -Σίμο, πόσα άτομα είσαστε σε αυτήν την αποστολή, θυμάσαι πως τους λέγανε τους συναγωνιστές σου;
Σ.Σ.: Εμείς είμαστε 12 νομάτοι μαζί με το λοχία Γιώργη Πιτσιδιανό. Μετά από τόσα χρόνια εγώ δεν θυμούμαι τα ονόματά τους. Τα έχω ξεχάσει γιατί η μνήμη μου δεν πάει καλά. Μόνο το Γιώργη Πιτσιδιανό θυμούμαι. Σεμνός, μορφωμένος, αθλητής και δημοσιογράφος τα μεταπολεμικά χρόνια στην εφημερίδα “Πατρίς”. Αυτούς που θυμούμαι ήταν 3 από το νομό Λασιθίου, μάλλον από τη Γεράπετρο ήταν 40-50 χρονών, πολλοί καλοί άνθρωποι. Εμείς δεν ξέραμε γιατί πηγαίναμε στις Γούβες. Ο Πιτσιδιανός που είχε τα χατιά ήξερε ότι αυτή τη μέρα θα ανατίνασαν οι Γερμανοί την γέφυρα του Αποσελέμη για εκδίκηση γιατί πριν ένα δύο μέρες είχαν βορβαδίσει στις Γούβες οι Εγγλέζοι τη γερμανική φάλαγγα. Εμείς όταν φτάσαμε στη διακλάδωη Γουβών τις πρωϊνές ώρες κάναμε περιπολία για να αναγνωρίσομε την περιοχή και βλέπαμε χάμω στη γη οβίδες διάφορες πομπές που τις είχαν ρίξει τις προηγούμενες μέρες οι Εγγλέζοι όταν βορβαδίσανε τη γερμανική φάλαγγα που πήγαινε στο Ηράκλειο. Τότε μας λέει ο Πιτσιδιανός, ρε παιδιά να μην σκαλίζετε τις οβίδες γιατί θα σκοτωθούμε. Εκείνη τη μέρα όσοι Γουβιανοί ήταν στην περιοχή της διακλάδωσης Γουβών μας βοήθησαν, μας συμπαραστάθηκαν σε αυτή την αντίσταση. Εμείς από τις πρωϊνές ώρες πιάσαμε τα πόστα στην περιοχή με στόχο να βάλομε τους Γερμανούς στη μέση να τους σκοτώσουμε.
Εγώ ήμουν δυτικά από την Καμάρα, σκοπός στις 10 η ώρα περίπου το πρωί. Αντιληφθηκα από μακριά ότι έρχονται οι Γερμανοί από τη χώρα με τρεις μοτοσυκλέτες, η μια τρίκυκλη με καλάθι στο πλάι που καθόταν απάνω 3 και 2 στη μονή μηχανή. Αμέσως ειδοποίησα τους άλλους και είμαστε έτοιμοι σε θέση μάχης. Οι Γερμανοί πάνω στις μοτοσυκλέτες ήταν οπλισμένοι με ταχυβόλα. Δεν ήξεραν όμως ότι πήγαιναν ξυπόλυτοι στα αγκάθια. Ακριβώς στη διακλάδωη Γουβών εμείς τους πυροβολήσαμε εν ψυχρώ. Αμέσως σήκωσαν τα χέρια ψηλά και μας παραδόθηκαν. Μετά από λιγη ώρα ήρθε και άλλη μια μοτοσυκλέτα. Εγώ ήμουν λίγο πιο ανατολικά από την διακλάδωση Γουβών σ’ένα αμπέλι μέσα στις κουρμούλες και είχα ένα όπλο του 1918 μάουζερ. Αμέσως μόλις είδα τη δίκυκλη μοτοσυκλέτα πυροβολώ και τρυπώ το πόδι του Γερμανού διαμπερές. Αμέσως σηκώνουν τα χέρια ψηλά οι Γερμανοί και παραδόθηκαν. Ετσι εμποδίσαμε τους Γερμανούς και δεν ανατίναξαν τη γέφυρα του Αποσελέμη.
Μ.Β.: Οταν παραδόθηκαν οι Γερμανοί εσείς τί τους κάνατε;
Σ.Σ.: Τους Γερμανούς τους παρέδωσε ο επικεφαλής μας στους Εγγλέζους. Εγώ δε θυμούμαι πού τους πήγαν και τί τους έκαναν.
Εμείς πήραμε τα όπλα και τις σφαίρες τους. Εγώ πήρα ένα περίστροφο. Τότε με βλέπει ο λοχίας Πιτσιδιανός και χαμογέλασε και μου είπε: “Ρε Σίμο εμένα θα δώσεις το περίστροφο που είμαι επικεφαλής, εσύ θα πάρεις το ταχυβόλο.
Μ.Β.: Τις μοτοσυκλέτες των Γερμανών τί τις κάνατε;
Σ.Σ.: Εμείς δεν τις πήραμε. Μάλλον τις πήραν οι Γουβιανοί σαν λάφυρα.
Μ.Β.: Μετά από όλη αυτή την πραγματικότητα εσείς οι αντάρτες τί κάνατε.
Σ.Σ.: Δύο τρεις Γουβιανοί μας έφεραν φαγητό και φάγαμε. Μετά το μεσημέρι μας πήγαν στο χωριό και μας κάνανε τραπέζι ό,τι είχε ο καθένας, ήπιαμε και γουβιανό κρασί. Πολύ καλά περάσαμε.
Μ.Β.: Θυμάσαι μπάρμπα-Σίμο τους Γουβιανούς που σου έκαναν τραπέζι;
Σ.Σ.: Δε θυμούμαι ούτε πώς τους λέγανε. Αυτούς που θυμούμαι ήταν ο Κωστής Λυδάκης ο τυφλός της Αλβανίας, ένα ψηλό δάσκαλο τον Αντώνη Καπετανάκη. Μετά τους αποχαιρετήσαμε και πήγαμε στο Καστέλι.
Μ.Β: Εσύ Σίμο είχες ξαναέρθει στις Γούβες σαν αντάρτης;
Σ.Σ.: Οχι δεν ήρθα ποτέ.
Σ.Σ.: Μετά που τέλειωσε ο γερμανικός πόλεμος, τί έκανες τα όπλα σου.
Μ.Β: Τα πήρε ο πεθερός μου και τα χωμάτισε στο αμπέλι στη Φοινικιά;
Μ.Β.: Από το 1960 που έχεις χτισει το σπίτι σου στις Κάτω Γούβες οι Γουβιανοί ξέρουν ότι εσύ είχες λάβει μέρος σ’αυτή τη μάχη στη διακλάδωση Γουβών;
Σ.Σ.: Εγώ είχα δίπλα στο εξοχικό μου ένα καλό φίλο περβολάρη το Μανόλη Κουφαλιτάκη, ο Θεός να τον συγχωρέσει· είχαμε κάνει πολλές παρέες και του είχα πει τότες: “Μανωλάκη κι εγώ είχα λάβει μέρος στη διακλάδωση Γουβών όταν συλάβαμε τους Γερμανούς και πέστο στους χωριανούς σου”.
Γούβες Μάης 2000”
Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα “Πατρίς”


Τον γουβιανό μελισσόκηπο πρέπει να μελετήσει το Πολυτεχνείο Κρήτης και άλλοι φορείς.

Τον γουβιανό μελισσόκηπο πρέπει να μελετήσει το Πολυτεχνείο Κρήτης και άλλοι φορείς

Του Βαγγέλη Μπαριτάκη

Δυτικά των Γουβών, στην ανατολική λαγκαδοπλαγιά του γουβιανού ποταμού «Γούργουθα» ή «Κατρουλιάρη», βρίσκεται ένας μοναδικός μελισσόκηπος που το σχήμα του είναι στρογγυλό σαν ένα μεγάλο αρχαίο θέατρο. Η τοποθεσία που είναι χτισμένος λέγεται «Στου Καταχτύπη» γιατί τα παλιά χρόνια οι Γουβιανοί συνομιλούσαν μεταξύ τους δυνατά από τη μια πλαγιά στην άλλη και οι φωνές τους αντιλαλούσαν, δηλαδή καταχτυπούσαν.


Φωτογραφία του Βαγγέλη Μπαριτάκη

Η ημερομηνία που έχτισαν οι Γουβιανοί τον μελισσόκηπο τους, είναι άγνωστη μέχρι τώρα. Σίγουρα όμως ο λόγος που τον έχτισαν, ήταν για να μη μπορούν οι ξένοι φονιάδες κατακτητές, να τους κλέβουν ή να τους καταστρέφουν τα φρασκιά-κυψέλες και τις μέλισσες. Πολλές εκατοντάδες χρόνια αυτός ο μελισσόκηπος σαν κάστρο της μελισσοκομίας συνθέτει μια πολιτιστική κληρονομιά της γουβιανής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Από ζωντανές μαρτυρίες γέρων Γουβιανών, η πόρτα του ήταν στην ανατολική του πλευρά, πάντα κλειδαμπαρωμένη. Το ύψος των ντουβαριών του ήταν πάνω από τέσσερα μέτρα. Τα υλικά που τον έχτισαν είναι χωματόλασπη ή πηλός, και χτιστοκεντημένες ντόπιες πέτρες, χτισμένες από άριστους Γουβιανούς χτίστες της τότε εποχής. Από τα χρόνια που έχτισαν αυτό το μελισσόκηπο, δεν τα κατάφεραν τα χρόνια, οι αιώνες και η αδιαφορία να τον εξαφανίσουν. Κάθε άνοιξη μέσα κι έξω από τον μελισσόκηπο ανθοφορούν κάθε λογής θαμνολούλουδα. Φασκομηλιές, αλαδανιές, ασπαλάθοι, αχινοπόδια, θύμοι, αγριομαχαιρίδες, απιδιές και άλλα. Έτσι κάθε άνοιξη φαίνεται ότι αυτός ο στρογγυλός μελισσόκηπος, χαμογελά, και κάθε πρωί περιμένει από τη γουβιανή ψηλορείτισσα Έδερη, να βγει ο ήλιος κι αυτός χαμογελαστός, να δώσει φως και ζεστασιά στ’ αγριολούλουδα και στις μέλισσες, να αρχίσουν να δουλεύουν τίμια, να δωρίζουν σ’ εμάς τους κόπους τους, το μέλι, τον βασιλικό πολτό, την πρόπολη, το κερί για την ορθοδοξία μας και τους πιστούς μας. Μπορεί πάντα ο γουβιανός μελισσόκηπος να είναι επίσημα εγκαταλειμμένος, αλλά ανεπίσημα δεν είναι. Σχεδόν κάθε μέρα τον επισκέπτονται βοσκοί, κυνηγοί, οι γειτόνοι του που περιποιούνται τις περιουσίες τους, αγριοπερίστερα, παλιότερα πέρδικες, και του κελαηδούν κάθε λογής πουλιά. Τη νύχτα τον επισκέπτονται αρκάλοι, ζουρίδες, λαγοί, νυχτερίδες, κουκουβάγιες και άλλα νυχτόβια πουλιά, και τα άστρα με το φεγγάρι τον φωτίζουν τις φεγγαροβραδιές. Αυτός ο αξιόλογος, μοναδικός και ανεκτίμητος γουβιανός μελισσόκηπος, δεν είναι γνωστός όσο θα έπρεπε και καταγεγραμμένος στην ελληνική ιστορία. Δεν είναι γνωστός στην ελληνική επικράτεια. Δεν είναι γνωστός στην αρχαιολογία. Δεν είναι γνωστός στη μελισσοκομία. Δεν είναι γνωστός στην Περιφέρεια Κρήτης. Δεν είναι γνωστός στο Υπουργείο Πολιτισμού. Δεν είναι γνωστός στο Πολυτεχνείο Κρήτης, που πρέπει να τον μελετήσει καλά για να μάθει κάτι παραπάνω απ’ όσα ξέρει. Η πανελλήνια ομοσπονδία μελισσοκόμων πρέπει επίσης να μελετήσει καλά αυτόν τον μελισσόκηπο και τη σημασία του, και αν είναι δυνατόν να τον ενοικιάσει ή να τον αγοράσει και να κάνει σύμβολο της αυτό τον Γουβιανό, πέτρινο και μοναδικό μελισσόκηπο. Και κάθε χρόνο στην παγκόσμια ημέρα μελισσοκομίας να κάνει εκεί μια μεγάλη πολιτιστική εκδήλωση για τις μέλισσες και το μέλι.

Την ίδια ημέρα κάθε χρόνο, η εκκλησία της Κρήτης πρέπει να ευγνωμονεί, να ευλογεί και να μνημονεύει μέσα σε αυτό στον μελισσόκηπο, και τις μέλισσες του Θεού που μας δωρίζουν και το κερί για την θρησκεία μας και τους πιστούς της.


Δημοσιευμένο άρθρο στην εφημερίδα "Πατρίς" (23/7/2012)


Γιατί ο σύλλογος Γουβών δεν εκδίδει μια εφημερίδα;

Γιατί ο σύλλογος Γουβών δεν εκδίδει μια εφημερίδα;
Του Βαγγέλη Μπαριτάκη


Από το 1981 που πρωτοϊδρύσαμε στις Γούβες τον πολιτιστικό σύλλογο «ο Άγιος Κωνσταντίνος», έχω κάνει αμέτρητες προτάσεις σε αυτό το σύλλογο για να εκδώσει μια Γουβιανή εφημερίδα. Πάντα όμως αυτές οι προτάσεις μου απορρίπτονται με αδικαιολόγητες δικαιολογίες ότι «δεν υπάρχουν λεφτά και ΥΛΗ», ενώ στις Γούβες υπάρχουν λεφτά και ύλη γι’ αυτή την εφημερίδα. Μια άλλη δικαιολογία για να απορρίψουν αυτές τις προτάσεις μου είναι ότι μου συχνολένε πως στις Γούβες δεν υπάρχουν ειδικοί άνθρωποι να γράφουν σε αυτή την εφημερίδα. Έτσι με αυτές τις αποκρούσεις στις προτάσεις μου, σα να βάνουν μπροστά σε αυτή την εκκρεμότητα ένα μεγάλο τσιμεντένιο τοίχο που να εμποδίζει και να αποκλείει αυτή την έκδοση αυτής της Γουβιανής εφημερίδας. Στην πραγματικότητα όμως και οι Γούβες έχουν τη δική τους ιστορία, το δικό τους πολιτισμό, τη δική τους Κρητική παραδοσιακή αρχιτεκτονική και άλλες πολιτιστικές κληρονομιές και ομορφιές που συνέχεια μικραίνουν και εξαφανίζονται, που δεν αξιοποιούνται ούτε καταγράφονται.

Στις Γούβες όμως τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί νέοι και νέες έχουν σπουδάσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, σε μεταπτυχιακές σπουδές ή σε διδακτορικές επιστήμες, οι σκέψεις τους έχουν δείκτη υψηλής νοημοσύνης και προπορεύονται με κοινωνική και επιστημονική μόρφωση. Και εάν ο Σύλλογος Γουβών τους ζητήσει βοήθεια, θα τον στηρίξουν επιστημονικά και πιθανόν να γράψουν ορισμένοι από αυτούς σε αυτή τη Γουβιανή εφημερίδα. Τις τελευταίες δεκαετίες που και οι γραφικές τέχνες έχουν αναπτυχθεί με τους υπολογιστές, είναι δυνατόν ο ίδιος ο σύλλογος Γουβών να τυπώνει αυτή την εφημερίδα με λίγα λεφτά, αλλά με καθαρές σκέψεις και πολύ δουλειά να γράφομαι τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη που ίσως αυτό να μην αρέσει σε ορισμένους.

Το νέο και αξιοσέβαστο συμβούλιο του Συλλόγου Γουβών ξέρει καλά ότι κάποιοι γειτονικοί μας σύλλογοι εκδίδουν εφημερίδες, όπως είναι ο Σύλλογος της Ανάληψης, ο Σύλλογος του Ανισσαρά, ο Σύλλογος του Σμαρίου και άλλοι. Πώς λοιπόν αυτοί οι σύλλογοι μπορούν και εκδίδουν εφημερίδες και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Γουβών «ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ;»

«Τα λόγια που δε γράφονται είν’ άχερα στ’ αλόνι

Απού τα παίρνει ο άνεμος και ποιος τ’ ανεμαζώνει»

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" (11/3/2013)

Η εξαθλίωση της Ελλάδας και των Ελλήνων.

Η εξαθλίωση της Ελλάδας και των Ελλήνων.

Του Βαγγέλη Μπαριτάκη

Αναμφισβήτητα σχεδόν όλοι οι Έλληνες από το 1974 ως το 2014 ήταν γευσιγνώστες της “Νέας Δημοκρατίας και του Πασόκ” και πιθανόν στο μέλλον να είναι πάλι γευσιγνώστες των νέων και των παλιών κομμάτων μας. Γιατί ο κάθε Έλληνας μέσα στο μυαλό του έχει την δική του μπαντιγιέρα, όπως λέει η λαϊκή παροιμία “καθανής κι ο νους του”. Πολλοί από εμάς τους Έλληνες συχνολέμε ο καθένας χωριστά “εγώ είμαι καλός και δεν ξαναψηφίζω και δεν με ενδιαφέρει τίποτα” που αυτό αρέσει και θέλουν οι ντόπιοι και ξένοι εχθροί μας, που κατάφεραν και μας έμαθαν να ξέρουμε όλα τα πράγματα που δεν πρέπει να ξέρουμε και αυτά που πρέπει να ξέρουμε δεν τα ξέρουμε. Πάρα πολλοί τίμιοι Έλληνες εργαζόμενοι φαντάζονται ότι είναι μικρομεσαίοι και το πιστεύουν, ενώ αυτό δεν συμβαίνει. Αντίθετα σχεδόν όλοι οι Έλληνες δουλεύουν κάθε μέρα αλλά το μεροκάματο τους καταλήγει στα χέρια των ντόπιων και ξένων εχθρών μας.

Πολλοί από εμάς φαντάζονται ότι στην Ελλάδα έχουμε δωρεάν ιατρική περίθαλψη και δωρεάν παιδεία, ενώ πάντα τα έχουμε χρυσοπληρωμένα. Τις τελευταίες δεκαετίες μας ανάγκασαν να πιστεύουμε ότι μπήκαμε μέσα στην ευρωπαϊκή ένωση, ενώ αντίθετα η ευρωπαϊκή ένωση μπήκε μέσα στην Ελλάδα. Ακόμα μας έχουν πείσει ότι οι ευρωπαϊκή ένωση δίνει ασταμάτητα τα λεφτά της για το καλό μας και για να αναπτυσσόμαστε. Αντίθετα όμως η ευρωπαϊκή ένωση και οι πολυεθνικές, μας κλείνουν ασταμάτητα τα εργοστάσια μας, τα μαγαζιά μας και έχουν κάνει προβληματικές τις αγροτικές, κτηνοτροφικές και αλιευτικές μας δραστηριότητες. Σχεδόν όμως όλοι οι πολιτικοί μας δεν μας είπαν ποτέ ότι εμείς οι Έλληνες δίνουμε τα λεφτά μας στην ευρωπαϊκή ένωση. Εδώ στην Ελλάδα λέμε ότι η βιομηχανία μας είναι ο τουρισμός που πρέπει να γίνεται για ψυχαγωγία, για αναψυχή, για μόρφωση, για ανάπαυση, για θεραπεία και για άλλα κοινωνικά λειτουργήματα προς όφελος των Ελλήνων. Αλλά ουσιαστικά ο τουρισμός στην Ελλάδα γίνεται για άλλους σκοπούς. Μια άλλη κατά φαντασία βιομηχανία στην Ελλάδα είναι τα πολλά πανεπιστήμια που είναι γεμάτη η χώρα μας, χτισμένα με τα λεφτά του ελληνικού λαού και συντηρούνται και αναπτύσσονται με τα λεφτά μας. Και παράγουν επιστήμονες άνεργους και “διακονιάρηδες του μεροκαμάτου”.

Γι αυτά τα καταντήματα της Ελλάδας και του ελληνικού λαού “ελπίζουμε να σωθούμε” από τους πολιτικούς μας που ψηφίζαμε, ψηφίζουμε και θα ψηφίζουμε. Δε μπορω΄να μην αναφέρω ένα περιστατικό όταν πριν λίγες δεκαετίες η κρατική τηλεόραση έπαιζε ένα σίριαλ, το “λουνα παρκ” με πρωταγωνιστή τον “μπαρμπα-γιώργη”, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Σε μια συνέντευξη που του πήραν τότε κάτι κοπελιές, τον ρώτησαν πιο ήταν το αγαπημένο του σίριαλ από τα δύο ασπρόμαυρα κρατικά κανάλια, και αυτός απάντησε “Η βουλή”. Ορισμένοι που τον άκουσαν θα είπαν ότι αυτός είναι “θεοκούζουλος”.

Τα τελευταία χρόνια σχεδόν όλοι οι έλληνες βρίζουμε και βλαστημούμε τους πολιτικούς μας που τους ψηφίσαμε και θα τους ψηφίσουμε χωρίς να εξετάσουμε και να μάθουμε από που προέρχονται αυτά τα εξαθλιωτικά οικονομικά πνευματικά κακουργήματα που μας δέρνουν. Όλοι οι Έλληνες πρέπει να ξέρουμε ότι εκτός από το θάνατο όλα τα στραβολυμένα προβλήματα είναι άλυτα και υπάρχει η λύση τους. Αλλά αυτό που πρέπει να ξέρουμε καλύτερα είναι οι λόγοι για τους οποίους δεν λύνονται. Αυτό που πιστεύω εγώ είναι ότι από το 1944 ως το 2014, η Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι ουσιαστικά ένα απέραντο καζίνο των ξένων εχθρών μας και ότι σχεδόν όλοι οι Έλληνες παίζουν συνέχεια και χάνουν μέσα σε αυτό το “καζίνο Ελλάδα” για να κερδίζουν οι απρόσωποι ξένοι εχθροί μας. Τελειώνοντας, πιστεύω ότι όλα τα παραπάνω τα ξέρουν οι Έλληνες που δεν τους δέρνει η αμάθεια.


Γούβες
Δεκέμβρης 2014


Γιατί τα στραβολυμένα και άλυτα προβλήματά μας δεν λύνονται.

Γιατί τα στραβολυμένα και άλυτα προβλήματά μας δεν λύνονται.

Του Βαγγέλη Μπαριτάκη

Τα στραβολυμένα και άλυτα προβλήματά μας παραμένουν άλυτα ενώ υπάρχουν οι λύσεις τους δεν λύνονται αλλά αντίθετα μας τα πληθαίνουν. Αλλά και αυτά που λύνονται μετά ξαναστραβολύνονται για να μην ωφελείται ποτέ ο λαός μας. Έτσι ώστε να μην ευκαιρούμε να σκεφτόμαστε όλα αυτά τα κακά που μας συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια με όλα τα αντιλαϊκά μέσα, μας αδικούν, μας εκμεταλλεύονται, δεν μας αφήνουν ήσυχους και μας έχουν μάθει να ξέρουμε όλα τα πράγματα που δεν πρέπει να ξέρουμε και γι' αυτά που πρέπει να ξέρουμε θέλουν να μας δέρνει η αμάθεια και η ημιμάθεια. Για να τρέχουμε και να μην προλαβαίνουμε, για να δουλεύουμε αλλά το μεροκάματο μας κάθε μέρα να εξαφανίζεται και να μην ξέρουμε σε ποια χέρια καταλήγει.
Τα τελευταία χρόνια σχεδόν όλοι οι Έλληνες βρίζουμε τους πολιτικούς που ψηφίζαμε, που ψηφίζουμε και που θα ψηφίζουμε, που ίσως να μην “φταίνε” για όλα τα δεινά που υποφέρει ο λαός μας. Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι για όλα αυτά τα κακά που μας συμβαίνουν φταίνε τα απρόσωπα αφεντικά των πολυεθνικών και του χρήματος, δηλαδή οι φονιάδες των λαών. Στην Ελλάδα ποτέ οι υπεύθυνοι των κυβερνήσεων δεν μας είπαν πόσα λεφτά κερδίζει η Ελλάδα κάθε μέρα από τις βενζίνες και τα τσιγάρα, από τους φόρους και από κάθε λογής φορομπηχτικές αδικίες και χαράτσια. Για να φανταζόμαστε ότι η Ελλάδα δεν κερδίζει λεφτά, για να ξέρουμε μόνο ότι χρωστάμε λεφτά στους ξένους, να απελπιζόμαστε, να εξαθλιωνόμαστε, για να δουλεύουμε για ένα κομμάτι ψωμί και όλο να πληθαίνει η ανεργία, η φτώχεια και η πείνα μας, οι αρρώστιες και οι αυτοκτονίες, σα να είμαστε αναπαραγόμενα ζώα των φονιάδων των λαών.
Ένα μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων έχουν μια μακροχρόνια αταλάντευτη επιθυμία να γίνουν στην Ελλάδα όλα ιδιωτικά, δηλαδή η Ελλάδα και οι Έλληνες να ελέγχονται ολοκληρωτικά από ολίγους Έλληνες και ξένους. Μα αυτή η επιθυμία αυτών των Ελλήνων ουσιαστικά έγινε και εφαρμόστηκε χωρίς τη γνώμη και την συγκατάθεση του ελληνικού λαού. Γι' αυτό και στην Ελλάδα όλα τα κακά αντί να μικραίνουν, μεγαλώνουν. Τις τελευταίες δεκαετίες σε όλο τον πλανήτη λειτουργεί ο τρίτος παγκόσμιος πνευματικός και οικονομικός πόλεμος, από τα αφεντικά των πολυεθνικών και από αυτούς που τους ακολουθούν. Δηλαδή όλοι μαζί αυτοί οι φονιάδες των λαών που προσπαθούν να ωραιοποιούν όλα αυτά τα φονικά κακά που κάνουν, μα αυτό δεν γίνεται.

Αυτό που πρέπει να ξέρουμε και εμείς οι Έλληνες είναι ότι όταν ένα σκοινί τεντώνεται ασταμάτητα, οπωσδήποτε θα κοπεί. Όπως το έλεγε ο Μέγας Αλέξανδρος “όσα δεν λύνονται κόβονται”. Αυτό που πρέπει να ξέρουν και να μάθουν πολύ καλά τα απρόσωπα αφεντικά των πολυεθνικών και των όπλων, είναι ότι παίζουν χαμένο παιχνίδι γιατί κάνουν “λογαριασμούς χωρίς τον ξενοδόχο”.

Δημοσιευμένο άρθρο στην Εφημερίδα "Πατρίς" (30/4/2015)

Γιατί τον Καστρινό Πηδηχτό τον λένε "Μαλεβιζιώτη";

Γιατί τον Καστρινό Πηδηχτό τον λένε "Μαλεβιζιώτη";

Του Βαγγέλη Μπαριτάκη

Ένας από τους πιο ανδριωμένους και μερακλίδικους χορούς της Κρήτης είναι ο Καστρινός Πηδηχτός που τις τελευταίες δεκαετίες έχει χάσει σχεδόν το όνομά του και τον λένε «Μαλεβιζώτη». Όποιος όμως τώρα τολμά να λέει τις λέξεις Καστρινό Πηδηχτό ορισμένοι τον συχνοθεωρούν υποανάπτυκτο, καθυστερημένο, τον περιγελούν φανερά και κρυφά σα να απαγορεύεται να λένε αυτό το χορό μας με το όνομά του. Έτσι το όνομα του Καστρινού Πηδηχτού χορού μας σα να είναι πολυκαταδικασμένο, απαγορευμένο ή με πιθανές μελλοντικές μετασυνεχόμενες υποδικίες και καταδικίες που με αυτές τις καταδικαστικές αποφάσεις στον Πηδηχτό να καταδικάζονται αυτοί που δεν τον λένε «Μαλεβιζώτη». ίσως έτσι να πολυαρέσει σε ορισμένους που ξεβάπτισαν τον Καστρινό χορό μας που φοβούμαι να γράψω τα ονοματά τους. Αυτοί δεν θα απολογηθούν ποτέ γι' αυτή την παράλογη παραδοσιακή τους πράξη, ενώ παραμένουν ανεύθυνοι και απαρατήρητοι σαν «νικητές» και ευφραίνεται η καρδία τους.

Στον ανατολικό νομό Ηρακλείου και στον νομό Λασιθίου οι παλιοί μερακλήδες και χορευτές δεν υποτάσσονται, αντιστέκονται και συνεχίζουν να λένε αυτό το χορό με τ' όνομά του, δηλαδή Καστρινό Πηδηχτό και στο νομό Χανίων οι περισσότεροι παλιοί μερακλήδες και χορευτές δεν υποτάσσονται, αντιστέκονται και συνεχίζουν να λένε αυτό το χορό με τ' όνομά του δηλαδή Καστρινό. Αυτό όμως που δεν πρέπει να συμβαίνει είναι που σχεδόν όλοι οι Καστρινοί σαν παρασυρμένοι δεν λένε τον χορό τους Καστρινό αλλά τονε λένε «Μαλεβιζώτη».

Μετά το 1965 που άρχισαν οι κρητικοί χοροί να παρουσιάζονται δυναμικά σε παγκρήτιες και πανελλήνιες εκδηλώσεις και στην τηλεόραση, άρχισαν και ορισμένοι να ξεβαφτίζουν τον Καστρινό χορό και να τον βαπτίζουν «Μαλεβιζώτη» που το ίδιο θα κάνουν στο μέλλον και πάντα.. Για να δικαιολογηθούν αυτοί γι' αυτό το ξεβάπτισμα που έκαναν αυτού του χορού μας ας δημοσιεύσουν στον κρητικό τύπο ποια βιβλία και ποιες εφημερίδες έχουν γράψει τη λέξη «Μαλεβιζώτη» πριν το 1965. Τα παραπάνω γραφούμενά μου πιθανόν να τα διαβάσουν και ορισμένοι αξιοσέβαστοι Καθηγητές του Πανεπιστημίου Κρήτης που μελετούν επιστημονικά την κρητική παράδοσιακή χορευτική μας κληρονομιά που αν πρέπει στο μέλλον να δημιουργήσουν ένα παγκρήτιο συνέδριο να μελετηθεί επιστημονικά αυτό το θέμα: "ΓΙΑΤΙ ΞΕΒΑΠΤΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΣΤΡΙΝΟ ΠΗΔΗΧΤΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΒΑΠΤΙΣΑΝ «ΜΑΛΕΒΙΖΩΤΗ;" Έτσι θα παρουσιαστούν μελέτες να δώσουν φως σε αυτό το θέμα για να μην μας δέρνει η αμάθεια για αυτή την ατασταλία και πραγματικότητα.


Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς"


“Οι Γουβιανές Καντάδες” (μαντινιάδες)

 “Οι Γουβιανές Καντάδες”
Του Βαγγέλη Μπαριτάκη

Τα παλιά χρόνια κάναμε στις Γούβες και καντάδες
και λέγαμε στσι κοπελιές όμορφες μαντινιάδες.

Στου Κοντόχα το μαγαζί και Τσαγγαρονικόλη
εκιά εμαζευόμασταν οι μερακλήδες όλοι.

Στα τεζιάκια πίναμε ρακί με αστραγάλια
και κανταδάκια κάναμε με δίχως παρακάλια.

Στσ' οργανοπαίχτες λέγαμε εκιά που αγαπούμε
μην ξανατραγουδήσουνε κι εμείς θα τραγουδούμε.

Όλοι ετραγουδούσαμε στσι Γουβιανές καντάδες
για να ξυπνούν οι κοπελιές ν' ακούνε μαντινιάδες.

Στσι κοπελιές αρέσανε καντάδες να γρικούνε
για να καταλαβαίνουνε αυτούς που τσ' αγαπούνε.

Με τον Κοντόχα το Σπανό και τον Καλιακαντώνη
παλιά καντάδες κάναμε μέχρι να ξημερώνει.

Με Κουφαλίτη, Στερεό, Σκουτή, Γιάννη Μπαρίτη,
πολλές καντάδες κάναμε με φως τ' αποσπερίτη.

Κι ο Θοδωρής βιολί 'παιζε και ο Παυλής μαντόλα
και για καντάδες Γουβιανές τα παρατούσαν όλα.

Σπανός, Κοντόχας, Στερεός, παίζανε με μεράκι
Κι έιχανε μπασαδόρο ντος τον Γιάννη Μπαριτάκη.

Μαντολινά καλόχαμε τον Γιάννη Γιαννουδάκη
που έπαιζε γλυκούς σκοπούς για κάθε κανταδάκι.

Που στη μαντόλα έπαιζε σκοπούς οσάν το μέλι
για κιονά τον λέγαμε και Γιάννη Κουτσουρέλη.

Καλό λυράρη έχομαι τον Γιάννη Κουφαλίτη
που σε καντάδες έπαιζε σ' ολόκληρη την Κρήτη.

Ο Γιάννης όπου ήπαιζε τον ικανοποιούσε
όταν τον ερωτούσανε “λυράρη από πού 'σαι”.

Κι ο Στερεός έχει δυο γιούς, Μανόλη και Βαγγέλη
που παίζουνε και τραγουδούν σα να ναι αρχαγγέλοι.

Νέο λυράρη έχομαι το Νίκο Μυλονάκη
που είναι πάντα έτοιμος αν τύχει κανταδάκι.

Παλιό λυράρη είχαμε και τον Κωνσταντινίδη
που στσι καντάδες έπαιζε στσι Γούβες στο Σκοτίδι.

Και τραγουδούσε ερωτικά μέσα από την καρδιά του
στις Γούβες εις τις κοπελιές και τα ποιήματα του.

Στο εθνικό μας ποιητή και Γουβιανό Λυράρη
πρέπει να κάνομ' άγαλμα στις Γούβες στο λιβάδι.

Γούβες Ηρακλείου Κρήτης

(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 5/10/2015)


ΟΙ ΓΟΥΒΙΑΝΟΙ ΜΥΛΟΙ

ΟΙ ΓΟΥΒΙΑΝΟΙ ΜΥΛΟΙ
Του Βαγγέλη Μπαριτάκη
Σίγουρα και αναμφισβήτητα είναι ότι τον περασμένο αιώνα λειτουργούσαν στον παραλιακό Γουβιανό Κάμπο εκατό περίπου σιδερένιοι νερόμυλοι, παντώς καιρού, τύπου οροπέδιου Λασιθίου. Σχεδόν όλες οι Γουβιανές οικογένειες είχαν και από ένα μύλο και ορισμένοι Γουβιανοί είχαν από δύο, τρείς ή τέσσερις μύλους. Αυτούς τους σιδερένιους νερόμυλους τους κατασκεύαζε ο μακαρίτης ο Πεπονομανόλης με τους γιούς του και αργότερα κατασκεύαζε τέτοιους μύλους ο Ανδριανάκης Μανόλης. Την πρώτη πενταετία του περασμένου αιώνα και την Γερμανική κατοχή που υπήρχε και στις Γούβες φτώχια, αυτοί οι μύλοι αντλώντας νερό από την γη έκαναν τη ζωή των Γουβιανών πιο όμορφη και πιο βιώσιμη.
Στις Γούβες και τους περασμένους αιώνες υπήρχαν έξι πέτρινοι στρογγυλοί αλευρόμυλοι που ή δύο λειτουργούσαν μέχρι τα χρόνια του Μεσοπολέμου από τον Αλέκο Γιαμαλάκη και από τον Κυριάκο Καστανάκη .
Στη μνήμη αυτών των Γουβιανών μύλων και των ιδιοκτητών τους έγραψα και αφιέρωσα αυτές τις Γουβιανές μαντινιάδες.

Αυτή η φωτογραφία είναι η μοναδική με Γουβιανούς Μύλους του 1960 που είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο μου «Ο ΓΟΥΒΙΑΝΟΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΛΟΓΙΟΣ» 1994.

ΓΟΥΒΙΑΝΕΣ ΜΑΝΤΙΝΙΑΔΕΣ του Βαγγέλη Μπαριτάκη

Παλιά στσι Γούβες είχανε ανεμοαλευρόμυλους
Που’χαν μεγάλες ομορφιές κι ήλιο φεγγάρι φίλους.
Δυο μύλους έχει η ΕΔΕΡΗ στσι τόπους των περδίκο
Κι ήταν τ’ Αλέκο Γιαμαλή και Καστανοκύρικο.
Και σ΄άλλους τόπους των Γουβών είχενε κι άλλους μύλους
Αλλά οι μυλωνάδες τους δεν είχαν Τούρκους φίλους.
Οι μυλωνάδες είχανε συχνά λαγούς πιασμένους
Και μεζεδάκια και κρασί για Γουβιανούς και ξένους.
Συχνά στσι μύλους των Γουβών κάνανε παρεάκια
Και όταν ετραγουδούσανε στ’ ακούγαν περδικάκια.
Στις Γούβες και νερόμυλους είχαν πολλές δεκάδες
Άπου εξεκουράσανε όλους τους Γερανάδες.
Μύλοι στον κάμπο των Γουβών ποτίζαν περβολάκια
Στ’ αποσελέμη Αϊλιά μα και στα χοχλακάκια.
«Από τσι Γούβες» βλέπαμε τσι μύλους Μυλαράκια
Σαν νά’ταν στην Ακρόγιαλιά θαλασσινά κρινάκια.
Δίπλα στους μύλους είχανε μια στέρνα με βληχάτο
Και καλύβα και παρασιά και κήπο αυλακάτο.
Συχνά βουτιές επαίζανε στις στέρνες Γουβιανάκια
Κι όταν τους κήπους πότιζαν ξεχείλιζαν τ’ αυλάκια.
Και στσι καλύβες είχανε ελιές και παξιμάδι
Μεγάλο τσούκο με κρασί κι ένα μπουκάλο λάδι.
Ενώ οι μύλοι γύριζαν οι Γουβιανοί μαζέυαν
Διάφορα τζαρτζαβατικά που καλομαγειρεύαν.
Ψάρια χταπόδια και σουπιές οι Γουβιανοί ψαρεύαν
Και σταμναγκάθια και αχινούς γι’ ορεκτικά γυρεύαν.
Άγιε Κωνσταντίνε μου που’ χεις γειτόνους μύλους
Φώτιζε την αγάπη μου μην κάνει άλλους φίλους.
Οι παλιοί μύλοι των Γουβών νεκροί’ χουν καταντήσει
Κι αυτό δε μας σε συγκινεί μπλιό μύλος μη γυρίσει.
ΓΟΥΒΕΣ, ΝΟΕΜΒΡΗΣ 2014

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Μαντινιάδες αφιερωμένες στον Ιωάννη Κωνσταντινίδη.

Γουβιανές μαντινιάδες του Βαγγέλη Μπαριτάκη αφιερωμένες προς τον Γουβιανό εθνικό ποιητή, αγωνιστή και λυράρη Ιωάννη Κωνσταντινίδη (1848-1917). Δημοσιευμένες στην εφημερίδα “Πρωινή” της Καβάλας στις 13/12/1986 και τις απήγγειλα μέσα στο δημοτικό σχολείο Γουβών στις 27/3/1994 όταν οι Γουβιανοί τίμησαν τον Ιωάννη Κωνσταντινίδη και τον Λεωνίδα Λόγιο.

Εγώ δεν είμαι ποιητής μα έγραψα γιατί αξίζει,
μαντινάδες στον ποιητή Γιάννη Κωνσταντινίδη.

Λεβέντη Κρήτης ποιητή εσύ 'παιζες και λύρα,
Στην Κρήτη, εις την Αίγυπτο και ως τη Μακεδονία.

Ποιητή λύρα έπαιζες και τους σκοπούς της Κρή8της
και με τραγούδια ήθελες την λευτεριά να ανθίσεις.

Στα χρόνια σου δεν ήγραψες δίσκους, κασέτες, Γιάννη,
μα έμειναν οι στίχοι σου δίσκους να γράφουν άλλοι.

Οι Τούρκοι σ' έλεγαν Ντελή, Γιάννη Κωνσταντινίδη,
γιατί έγραφες για τη ζωή, για λευτεριά, για ειρήνη.

Για τον Ομέρ Πασά 'γραψες, για μάχες στο Λασίθι
και πως επαναστάτησαν οι αγωνιστές στην Κρήτη.

Την εκστρατεία του Ομέρ Πασά που ήγραψες εγώ γράφω,
στο μέλλον θα την παίξουνε στον κινηματογράφο.

Για όλη την Κρήτη έγραψες για Ηράκλειο, Αρκάδι,
για το Λασίθι, για Χανιά, για των Τούρκων το χάλι.

Στίχους, ποιήματα έγραψες Γιάννη και του Λευτέρη
και τον βοήθησες κι εσύ τη λευτεριά να φέρει.

Στου καπετάνιου Κόρακα τον τάφο έχουν χαράξει,
δικούς σου στίχους ποιητή του ήρωα που είχε γράψει.

Του Κάστρου ο Δήμος έγραψε σε δρόμο τ' όνομά σου,
γιατί ποιήματα 'κανες τσ' αγώνες της γενιάς.
Τα ποιήματα σου απήγγειλες Γιάννη σε συγκεντρώσεις,
τσ' αγωνιστές ξεσήκωνες με τις δικές σου γνώσεις.

Μια προτομή σου φτιάξανε εις την Καβάλα Γιάννη,
γιατί κι εκιά σεβάστηκαν τσ' αγώνες που 'χες κάνει.

Και Εθνικό ποιητή σ' έχουνε κυρήξει στην Καβάλα,
ποιητή Γιάννη που έγραφες για θέματα μεγάλα.

Στο χωριό Γούβες βρίσκεται το πατρικό σου σπίτι,
που επρωτόγραψες εκιά ποιήματα και στίχοι.

Στις Γούβες που ανατράφηκες παντοτινά θα μείνει,
για ελάχιστο φόρο τιμής η οδός Κωνσταντινίδη.

Στις Γούβες μέσα στο σχολειό σε μια φωτογραφία,
Κωνσταντινίδη σ' έχουμε σα χωριανό μ' αξία.

Στις Γούβες να σου στήσουμε μια προτομή σου αξίζει,
στο αγαπημένο σου χωριό Γιάννη Κωνσταντινίδη.


Γούβες 1986

Μαντινιάδες αφιερωμένες στον Λεωνίδα Γεωργιάδη Λόγιο

Αυτές τις Γουβιανές μαντινιάδες τις έγραψα και τις αφιέρωσα στον Λόγιο και τις έχω δημοσιεύσει στο βιβλίο μου “Ο Γουβιανός Λεωνίδας Γεωργιάδης Λόγιος” του 1994. Τις έχω απαγγείλει στις 27/3/1994 στο δημοτικό σχολείο Γουβών όταν οι Γουβιανοί έκαναν ένα μεγάλο μνημόσυνο και τίμησαν τους δύο Γουβιανούς Εθνικούς αγωνιστές, τον Λεωνίδα Γεωργιάδη Λόγιο και τον Εθνικό ποιητή και λυράρη Ιωάννη Κωνσταντινίδη.

Εγώ δεν είμαι ποιητής μα ήγραψα μαντινιάδες,
στο Λόγιο το Γουβιανό που είχε αρετές μεγάλες.

Λόγιε τους αγώνες σου δεν πρέπει να ξεχνούμε,
γιατί κι αυτοί 'ναι αφορμή και χωρίς Τούρκους ζούμε.

Λόγιε τους αγώνες σου δεν τσ' έχουν λησμονήσει,
η Κρητική Ιστορία μας τσ' έχει φιλοξενήσει.

Λασίθι, Ηράκλειο, Ρέθεμνο, Χανιά κάνουν την Κρήτη,
μα σαν τον Λόγιο λιγοστοί γεννιούνται στον πλανήτη.

Να 'τανε σαν το Λόγιο στον Κόσμο όλοι οι ανθρώποι,
θα 'τανε η γης ειρηνική κι ελεύθεροι όλοι οι τόποι.

Δυο Λεωνίδες γέννησαν η Σπάρτη και η Κρήτη
και αθάνατη η δόξα τους ωσάν του Ψηλορείτη.

Όσο θα στέκει η Έδερη και όσο περνούνε οι χρόνοι,
του Λόγιου η ανθρωπιά διδάσκει, μεγαλώνει.

Ένα καιρό η Κρήτη μας φάρο είχε στο σκοτάδι
και πυξίδα προς τη λευτεριά τον ΛόγιοΓεωργιάδη.

Στις Γούβες, στο Γεροτζανό, στου Σκοτεινού το σπήλιο,
το Λόγιο οι Τούρκοι εψάχνανε, μα αλλού είχε καταφύγιο.

Γούβες, Σκοτεινό, Κόξαρι και Χαρασό κοντά 'ναι,
που Τούρκοι συχνοψάχνανε τον Λόγιο να φάνε.

Οι Τούρκοι Λόγιε σού 'χανε μεγάλο ακτυμάνη
κι αν σ' έπιαναν θα σ' έγδερναν σαν τον Δασκαλογιάννη.

Λόγιε ο Μεχμέτ Πασάς σ' έχε επικηρυγμένο
και αν σ' έπιανε θα σ' έχενε γδαρμένο, σταυρωμένο.

Όπου αγώνες ήκανες σε ικανοποιούσε,
όταν θα σε ρωτούσανε “Λόγιε από που 'σαι”.

Λόγιε που φερνόσουνε με τσι πιο καλούς τρόπους
και η δουλειά σου ήτανε να αγαπάς τσ' ανθρώπους.

Δυο Γουβιανοί, ο Λόγιος κι ο ποιητής στη Σύρο,
εσμίξανε μα δεν κάνανε ούτε εκιά Τούρκο φίλο.

Κωνσταντινίδη ήγραψες στο Λόγιο ποίημα ένα,
να μάθουν για τη λευτεριά ίντα 'χενε σερμένα.

Να 'μουν συνθέτης στιχουργός, δίσκο θα 'χα γραμμένο,
στο Γουβιανό το Λόγιο θα 'χα αφιερωμένο.

Σαν πάω στη Σύρο και θα βρω τάφους νεκροταφείου,
θα ρίξω ένα γαρύφαλλο στη μνήμη του Λογίου.

Γιατί είναι εκιά τα κόκκαλα του Λόγιου θαμμένα,
μνημονευμένα και έντιμα τα 'χωμε ξεχασμένα.

Οι Γούβες δεν σε ξέχασαν θέλουν να σε τιμήσουν,
Λόγιε και μελλοντικά άγαλμα να σου στήσουν.

Να ζούσες Λόγιε Γουβιανέ ετουτινιέ την ώρα,
να δεις για λίγους οι λαοί τραβούν την ανηφόρα.

Γούβες 1994

Φωτογραφία.


Στη φωτογραφία του 1986 αριστερά ο Μπαριτάκης Βαγγέλης, δεξιά ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, εγγονός του Γουβιανού Ποιητή, με τη γυναίκα του Αγγελική, συζητούν για την Κρήτη, τις Γούβες και τις σχέσεις που είχε ο Λεωνίδας Λόγιος και ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης. Δημοσιευμένη στο βιβλίο μου "Ο Γουβιανός Λεωνίδας Γεωργιάδης Λόγιος" του 1994.