Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Γιατί αγνοούν τους δύο Γουβιανούς ήρωες;

 Γιατί αγνοούν τους δύο Γουβιανούς ήρωες;

Μισό αιώνα περίπου προτείνω στις αρχές των Γουβών να φτιάξουν στις Γούβες στο Λιβάδι–πλατεία, δύο ανδριάντες στους Γουβιανούς εθνικούς αγωνιστές, Λεωνίδα Γεωργιάδη Λόγιο και στον Ιωάννη Κωνσταντινίδη. Πάρα πολλές φορές έχω προτείνει και στους συντοπίτες μου, τους Γουβιανούς και “φίλους μου”, να κάνουμε αυτούς τους ανδριάντες στις Γούβες. Αλλά ούτε αυτοί δεν δίνουν σημασία γιατί δεν τους ενδιαφέρει αυτό το εκκρεμές θέμα.
Το 2002-2003 κατόπιν σχετικών πιέσεών μου, ο Δήμος Γουβών αναγκάστηκε και ψήφισε στον προϋπολογισμό του 6000 ευρώ περίπου για τη φιλοτέχνηση αυτών των αγαλμάτων. Στη συνέχεια όμως πέρασαν τα χρόνια και ο Δήμος Γουβών με “νόμιμα δικαιώματα” αρνήθηκε να κάνει αυτά τα αγάλματα.
Γι’ αυτό εγώ αναγκάστηκα και πήγα στον δήμαρχο, του είπα αυτές τις πραγματικότητες και μου απάντησε πως πρέπει ο Δήμος Γουβών να κάνει έρευνες για να μάθει αν αυτοί οι αγωνιστές ήταν πατριώτες ή προδότες. Εγώ τον ρώτησα, αν αυτοί οι Γουβιανοί είναι πατριώτες τι θα γίνει και μου απάντησε πως στις Γούβες δεν έχει χώρους για να κάνουμε αυτά τα αγάλματα.
Κι εγώ του απάντησα πρόθυμα: «Μήπως οι Γούβες είναι ένα πολύ μικρό ξερονησιδάκι σαν το πορτοκάλι κι έχει γύρω γύρω θάλασσα και δεν έχει χώρο να κάνετε τα αγάλματα;». Έτσι λοιπόν έφυγα ταπεινωμένος και νικημένος από τον Δήμο Γουβών που τα κατάφερε “νόμιμα” να μην κάνει αυτούς τους ανδριάντες.  Εγώ όμως δεν σταμάτησα να το προτείνω στον Δήμο Γουβών και μετά στο Δήμο Χερσονήσου με πρωτοκολλημένες αιτήσεις να κάνουν αυτά τα αγάλματα.
Τελικά ο Δήμος Χερσονήσου αναγκάστηκε να μου απαντήσει με μια επιστολή ότι “ΘΑ”, που σημαίνει πως αυτό το “ΘΑ” έχει μια πορεία και μια απόσταση όσο απέχει η Γη από τον Άρη. Έτσι λοιπόν πάλι τα κατάφερε ο Δήμος Χερσονήσου με “νόμιμες διαδικασίες” και δεν έκανε τα αγάλματα. Στις 2/4/2016 έκανα στην εφημερίδα “Πατρίς” ένα ολοσέλιδο αφιέρωμα στον Γουβιανό εθνικό αγωνιστή Λεωνίδα Γεωργιάδη Λόγιο.
Έγραφα σ’ ένα σημείο ότι αν συνεχίσει ο Δήμος Χερσονήσου να μην ενδιαφέρεται γι’ αυτό το εκκρεμές θέμα, θα πρέπει εμείς οι Γουβιανοί, όλοι μαζί οι απλοί άνθρωποι, οι υπεύθυνοι, οι προύχοντες και οι κατά φαντασίαν νεοπλουτισμένοι, να κάνουμε έναν παγκρήτιο πεζοδρομιομαραθώνιο για να φτιάξουμε τα δύο αγάλματα. Και όταν κάνουμε τα αποκαλυπτήρια θα καλέσουμε οπωσδήποτε τις αρχές του Δήμου Χερσονήσου να παρευρεθούν.
Αυτό όμως το ολοσέλιδο αφιέρωμα για τον Γουβιανό Λόγιο στην “Πατρίς” στις 2/4/2016, οπωσδήποτε το διάβασαν οι αρχές του Δήμου Χερσονήσου και αυτοί που τους ακολουθούν. Αλλά αδιαφόρησαν αν οι Γουβιανοί κάνουν ή δεν κάνουν αυτό τον παγκρήτιο πεζοδρομιομαραθώνιο για να μαζέψουν λεφτά να κάνουν αυτά τα αγάλματα. Τον Δήμο Χερσονήσου ποτέ δεν τον ενδιέφερε αυτό το θέμα γιατί αυτή η κατασκευή δεν θα “φέρει στο Δήμο Χερσονήσου ευρωμαζώματα, ψηφομαζώματα και ρουσφέτια”.
Δεν μπορώ να μην αναφέρω και να καταγγείλω πως ο Δήμος Χερσονήσου έχει κάθε νόμιμο δικαίωμα να απορρίψει όλα τα παραπάνω γραφόμενά μου και να μην κάνει ποτέ αυτά τα αγάλματα.
Αλλά κι εγώ έχω τα δικαιώματα να εκφράσω την άποψή μου πως ο Δήμος Χερσονήσου είναι ο μεγαλύτερος τουριστικός κερδοεισπράκτορας από τον Καρτερό μέχρι το Σίσι. Επίσης σε σύγκριση με τον πληθυσμό του είναι ένας από τους πλουσιότερους Δήμους της Ελλάδας και παρόλ’ αυτά δεν θέλει να διαθέσει χρήματα για τη φιλοτέχνηση αυτών των δύο αγαλμάτων.
Τελειώνοντας αυτό το δημοσίευμα, αίτημα και καταγγελία, ζητώ οπωσδήποτε από τον αξιοσέβαστο δήμαρχο Χερσονήσου, Ιωάννη Μαστοράκη, να μου απαντήσει από τον τοπικό Τύπο γιατί ο Δήμος δεν έκανε, δεν κάνει και “δεν θα κάνει” αυτά τα δυο αγάλματα στις Γούβες.



(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 9/11/2018)

Γιατί στη διακλάδωση Γουβών δεν χτίζουμε μια εκκλησία στο οικόπεδο της ενορίας;

 Γιατί στη διακλάδωση Γουβών δεν χτίζουμε μια εκκλησία στο οικόπεδο της ενορίας;

Πριν από μισό αιώνα περίπου ο αξέχαστος Γουβιανός Αλέξανδρος Γιαμαλάκης έκανε δώρο στην ενορία Γουβών ένα οικόπεδο στη διακλάδωση Γουβών για να χτίσουμε εκεί μια εκκλησία, γιατί σ’ αυτή την περιοχή δεν υπάρχει ούτε μια εκκλησία για ‘μας τους χριστιανούς ν’ ανάβουμε ένα κεράκι.
Από την ημέρα που μας έκανε δώρο αυτό το οικόπεδο ο Αλέκος Γιαμαλάκης, έπρεπε ν’ ανοίξουμε ένα τραπεζικό λογαριασμό να καταθέτει ο καθένας μας τον “οβολόν” του, που έτσι θα είχαμε χτίσει αυτή την εκκλησία πριν από λίγες δεκάδες χρόνια. Αυτές όμως τις προσπάθειες δεν τις κάναμε και δεν της κάνουμε γιατί ίσως μέσα στα μυαλά μας να επικρατεί η αδράνεια, η αδιαφορία, η πολυτέλεια, ή ημιμάθεια, ο εγωισμός και ο κατά φαντασία νεοπλουτισμός.
Έτσι μάλλον μισό αιώνα περίπου στις Γούβες δημιουργούμε μόνο αδικαιολόγητες δικαιολογίες και εμπόδια για να μη χτίσουμε αυτή την εκκλησία, όπως λέει και η λαϊκή παροιμία “όποιος δε θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει”. Για να μην έχουμε χτίσει στη διακλάδωση Γουβών αυτή την εκκλησία δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία και κανένα εμπόδιο.
Αυτό όμως που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι οι Γούβες είναι ένας τόπος κατά φαντασία νεοπλουτισμένος. Δηλαδή λεφτά υπάρχουν στις δεκάδες ορθόδοξες τουριστικές ανώνυμες εταιρείες που η καθεμιά αν δώσει λεφτά σε λίγους μήνες θα έχουμε κάνει τη θρόνιαση αυτής της εκκλησίας.
Αν όμως αυτές οι ανώνυμες εταιρείες δεν δώσουν λεφτά, πρέπει εμείς οι Γουβιανοί και οι φίλοι των Γουβών να κάνουμε ένα παγκρήτιο πεζοδρομιομαραθώνιο, να μαζέψουμε λεφτά να χτίσουμε αυτή την εκκλησία για να εκκλησιάζονται και ν’ ανάβουν τα κεράκια τους εκεί και τ’ αφεντικά  των τουριστικών ανώνυμων εταιρειών. Δυστυχώς όμως μισό αιώνα περίπου εγώ ό,τι προτείνω, ό,τι λέω και ό,τι γράφω για τον πολιτισμό των Γουβών δεν γινόταν, δεν γίνεται και δεν θα γίνεται, γιατί αυτά που προτείνω εγώ ποτέ δε γεμίζουν λεφτά τις τσέπες κανενός.
Γι’ αυτό και αυτή η εκκλησία δεν θα τη χτίσουμε ποτέ και πάντα θα δημιουργούμε αδικαιολόγητες δικαιολογίες και εμπόδια για να μην χτίσουμε αυτή την εκκλησία στη διακλάδωση Γουβών που την έχουμε ανάγκη. Τελειώνοντας θέλω να αναφέρω πως υπάρχουν πληροφορίες με επιφύλαξη ότι ο Αλέκος Γιαμαλάκης όταν έκανε αυτό το συμβόλαιο στην ενορία Γουβών, έβαλε όρο ότι “αν οι Γουβιανοί δε χτίσουν μια εκκλησία σε αυτό το οικόπεδο, να επανέλθει στα παιδόγγονά του”.


(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 24/10/2018) 

Μικρό αφιέρωμα στον μεγάλο Γουβιανό λυράρη και τραγουδιστή Γιάννη Κουφαλιτάκη

 Μικρό αφιέρωμα στον μεγάλο Γουβιανό λυράρη και τραγουδιστή Γιάννη Κουφαλιτάκη.

Πολλές φορές έχω γράψει για το χωριό μου, τις Γούβες. Για την ιστορία του, τον πολιτισμό του και τους αξιόλογους ανθρώπους του. Η γουβιανή όμως συνείδησή μου με παρότρυνε ασταμάτητα να γράψω αυτό το μικρό αφιέρωμα στον αγαπητό και μεγάλο Γουβιανό λυράρη και τραγουδιστή Γιάννη Κουφαλιτάκη, που είναι παιδικός και αδελφικός μου φίλος που πάντα εμάς τους δύο μάς ενώνει η παραδοσιακή μουσική, ιστορία και ο πολιτισμός των Γουβών.
Το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειάς του  έχει βγάλει πάνω από δέκα οργανοπαίχτες, επαγγελματίες και ερασιτέχνες που αυτό σημαίνει ότι προέρχεται από την μεγαλύτερη γουβιανή μουσική οικογένεια. Ο παππούς του ο Λυπογιάννης Μαρκάκης ήταν πρώτος ξάδελφος του Γουβιανού εθνικού ποιητή και λυράρη Ιωάννη Κωνσταντινίδη (1848 – 1917).
Ο μεγάλος Γουβιανός λυράρης Μιχάλης Μαρκάκης ή Σπανός ήταν αδελφός της μάνας του. Άλλοι σημαντικοί Γουβιανοί οργανοπαίχτες ήταν και είναι συγγενείς του, όπως ο Μαρκάκης Κωστής ή Κοντόχας βιολάτορας και τραγουδιστής, ο Πλευράκης  Στερεός βιολάτορας και λυράρης,  ο νέος, σημαντικός και ανερχόμενος  λυράρης  Νίκος  Μυλωνάκης  που είναι ανιψιός του, οι οργανοπαίχτες Μανώλης και Βαγγέλης Πλευράκης και άλλοι. Από τα χρόνια που πηγαίναμε στο δημοτικό σχολείο τον εκτιμούσα  γιατί ήταν καλαμπουρτζής, μερακλής και τραγουδιστής.
Όταν πηγαίναμε εκδρομές ο Γιάννης έβρισκε δύο ξυλαράκια που τα έπαιζε σαν λύρα και τραγουδούσε «τον αργαλειό του πραγματευτή» «όσο βαρούν τα σίδερα» και άλλα. Όταν στις εθνικές εορτές παίζαμε θεατράκια στο Δημοτικό Σχολείο Γουβών ο Γιάννης ήταν ο καλύτερος και γι’ αυτό τον λόγο τον αγαπούσαν οι δασκάλες και οι δάσκαλοι. Έτσι  από τα παιδικά του χρόνια φαινόταν ότι ήταν καλλιτέχνης. Από τότε ο μικρός Γ. Κουφαλιτάκης  μεγάλωνε δίπλα στις γουβιανές παρέες, στα γουβιανά γλέντια, στις γουβιανές καντάδες, μαζί με τους Γουβιανούς οργανοπαίχτες και μερακλήδες. Γι’ αυτό από μικρός ήταν αποφασισμένος να γίνει μεγάλος λυράρης.
Το 1963 περίπου, έφηβος  τότε, συγκέντρωσε 1000 δραχμές και πήγε με το λεωφορείο στο Ρέθυμνο στον οργανοποιό Σταγάκη και αγόρασε μια πολύ καλή λύρα και την έφερε στις Γούβες. Ενώ η κρητική μουσική μας παράδοση ήταν μέσα στο μυαλό του έφηβου Γιάννη, αμέσως άρχισε να αυτοσχεδιάζει με την λύρα του διάφορους σκοπούς  και χορούς της Κρήτης αλλά με τις συμβουλές του μπάρμπα του του Σπανού, και άλλοι Γουβιανοί οργανοπαίχτες  που έπαιζαν μαζί όπως ο μαντολινάρης και  πασαδόρος Γιάννης Γιαννουδάκης, ο λαουτιέρης Γιάννης Μπαριτάκης που τον συμβούλευαν συχνά  να πατάει το πόδι του κάτω για να μην χάνει το χρόνο στους  χορούς. Τα χρόνια εκείνα θυμούμαι  που έκαναμε  πρόβες με το Γιάννη, αυτός με την λύρα και εγώ με το λαούτο του αδελφού μου.  Μετά τα 18 του χρόνια ο Γιάννης άρχισε να παίζει σε πανηγύρια, σε γάμους, σε καντάδες στις Γούβες και σε άλλα χωριά.
Μετά πήγε φαντάρος και όταν απολύθηκε έγινε ανερχόμενος και γνωστός  λυράρης και στους τέσσερις νομούς της Κρήτης. Στη συνέχεια της καριέρας του έπαιξε στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλα μέρη της Ελλάδος, της Ευρώπης και της Αμερικής. Από την αρχή της καλλιτεχνικής του καριέρας είχε παίξει επί σαράντα χρόνια με τους καλύτερους  λαουτιέρηδες της Κρήτης  όπως ο Μανώλης Λαρετζάκης,  ο Μαρκογιάννης, ο Μανιάς, ο Δημήτρης  Τσαγκαράκης, ο Δημήτρης Φουκάκης, ο Σαμόλης, ο Παπατσάρας και άλλοι.
Στις αρχές του 1980 έφτιαξε στις Γούβες, στον Άγ. Κων/νο το κρητικό κέντρο «ΚΟΥΦΑΛΙΤΗΣ» που ήταν απο τα πιο σημαντικά κρητικά μαγαζιά της Κρήτης, και το λειτουργούσε πάνω από 30 χρόνια. Παράλληλα ο Κουφαλίτης είχε ανοίξει ένα κατάστημα δίσκων και κασετών στην οδό Ζωγράφου, στο Μεγάλο Κάστρο.  Μετά από λίγα χρόνια έγινε αντιπρόσωπος, παραγωγός και επιμελητής δίσκων και κασετών στην μεγαλύτερη δισκογραφική εταιρεία της Ελλάδος, την ΜΙΝΟΣ Ε.Μ.Ι. Έτσι με την επιμέλεια δίσκων του Γουβιανού λυράρη Κουφαλίτη δημιουργήθηκαν  πάρα πολλές επιτυχίες Κρητικών καλλιτεχνών.
Ο Γιάννης Κουφαλιτάκης ήταν ιδρυτικό μέλος  και πρώτος πρόεδρος  του «Παγκρήτιου συλλόγου καλλιτεχνών κρητικής μουσικής. Επίσης είχε κάνει πολλές  εκπομπές στην Ε.Ρ.Α. Ηρακλείου που παρουσίαζε πολλές μουσικές και τραγούδια πολλών καλλιτεχνών της κρητικής μουσικής. Ένα καλοκαίρι ο Γιάννης είχε παίξει λύρα, βρακοφόρος στην Κρήτη και στην Μακεδονία στο θεατρικό έργο «Ο Γύπαρης» που ήταν πρωταγωνιστής ο μεγάλος  Έλληνας ηθοποιός Γιώργος Βελέντζας.
Από την πολλή εργατικότητά του και από τις πολλές υπεύθυνες δουλειές που κουλάντριζε δεν είχε  βγάλει πολλούς δίσκους όπως έπρεπε, ευτυχώς έβγαλε 4 δίσκους με μουσική, στίχο και τραγούδι δικό του. Σε ένα δίσκο του είχε κάνει μια ωραία ερωτική απαγγελία η μεγάλη Ελληνίδα τραγουδίστρια Χάρις Αλεξίου. Πριν 25 χρόνια περίπου, ο Γιάννης για να δημιουργήσει πολλά στον πολιτισμό και στην πρόοδο της περιοχής μας κατέβηκε υποψήφιος δήμαρχος στον πρώην Δήμο Γουβών και πήρε σχετικά ένα  μεγάλο ποσοστό ψήφων ο συνδυασμός του.
Αυτός ο αγαπητός Γουβιανός λυράρης είναι και πολύ καλός ψαράς, που εγω τον χαρακτηρίζω Τζέκα των Γουβών. Δεν μπορώ να μην αναφέρω ότι ήταν ο πιο αγαπητός εγγονός της γιαγιάς του της αείμνηστης Γουβιανής μαμής Αυγιονιάς Κουφαλιτάκη που σε προηγούμενο δημοσιέυμά μου έγραψα ότι στις Γούβες πρέπει να ονομάσουμε ένα δρόμο με το όνομά της και να της στήσουμε μια προτομή στο Λιβάδι για να την τιμούν οι Γούβες για πάντα.
Επίσης προτείνω να ονομάσουμε στις Γούβες ένα δρόμο με το όνομα “Γιάννης Κουφαλιτάκης, Γουβιανός λυράρης”. Πριν λίγα χρόνια ο Πολιτιστικός  Σύλλογος Γουβών βράβευσε τον Γιάννη, που τότε τον τίμησαν με την παρουσία τους και τα παιξίματά τους  πάρα πολλοί καλλιτέχνες από όλη την Κρήτη. Στο παρελθόν έχει  τιμηθεί και  βραβευτεί πολλές φορές για την προσφορά του στην κρητική  μουσική. Γιάννη να είσαι πάντα καλά, να χαίρεσαι ό,τι αγαπάς!

Γιάννη, που λύρα έπαιζες με τσοι πιτίδιους τρόπους
κι πεθυμιά σου ήτανε να αγαπάς τσ’ αθρώπους.


(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 23/8/2018) 

Το Γουβιανό πανηγύρι του Αγ. Παντελεήμονα στο πέρασμα των αιώνων

 Το Γουβιανό πανηγύρι του Αγ. Παντελεήμονα στο πέρασμα των αιώνων.

Πριν από εκατοντάδες χρόνια, μέχρι τις μέρες μας γίνεται κάθε 27 του Ιούλη το Γουβιανό παραλιακό πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα. Τα πιο παλιά χρόνια αυτό το πανηγύρι γινόταν με πρωτόγονες, παραδοσιακές και αγνές διαδικασίες. Την παραμονή αυτού του πανηγυριού μαζευόταν κόσμος και έκαναν οι ιερείς την εσπερινή λειτουργία στη χάρη του Αγίου Παντελεήμονα που ήταν και γιατρός. Σε αυτό το πανηγύρι ερχόταν άνθρωποι από όλα τα γύρω χωριά με τους στολισμένους γάιδαρους, τα μουλάρια και τα γιωργαλίδικα άλογα.
Εκεί μαζευόταν μικροπωλητές με ράντσα και πουλούσαν μικροπαίχνιδα και στρουφηχτές καραμέλες με μια χάρτινη μαντινάδα στη μέση που την αφιερώναμε ο ένας στον άλλο. Εκεί έρχονταν μικροχασάπηδες από διάφορα χωριά και πουλούσαν πεντανόστιμο καπρικό, εκεί συνήθως έρχονταν από το Ηράκλειο με ένα τρίκυκλο παγωτατζίδικο ποδήλατο και πουλούσαν παγωτά. Εκεί ερχόταν και κάποιος παπατζής με τους αβανταδόρους του. Πολλές φορές ερχόταν από τον Πόρο του Ηρακλείου ο Σόλων και μας νοίκιαζε ποδήλατα.
Και φωτογράφοι έρχονταν σε αυτό το πανηγύρι για να μας βγάνουν αναμνηστικές φωτογραφίες. Ακόμα και πολλές ενορίες από τον Νομό Ηρακλείου και Λασιθίου έρχονταν και έκαναν εράνους για να χτίσουν ναούς στους τόπους τους, τότε όμως ο κάθε πιστός που έδινε τον “οβολόν του” τού καρφίτσωναν στον μπέτη ένα δικό τους χαρτάκι για να μην του ξαναγυρεύουν λεφτά.
Σε αυτό το παραθαλάσσιο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα, όταν η θάλασσα ήταν καλή ερχόταν από το λιμάνι του Μεγάλου Κάστρου κάποιο καΐκι και μας έκανε βόλτες, αλλά με το αζημίωτο. Εκεί ανατολικά από αυτό το ξωκκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα και του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης τους περασμένους αιώνες λειτουργούσε το λιμανάκι που εκεί έρχονταν καϊκοβάπορα με πανιά και ατμομηχανές και έκαναν εμπορικές μεταφορές με τα προϊόντα που παρήγαγε η περιοχή που τα μετέφεραν στα νησιά και στο μεγάλο κάστρο γιατί δεν μπορούσαν να περάσουν  από το Κακό Όρος τα κάρα.
Εκεί νοτικά από αυτό το εκκλησάκι είχε χτισμένο ένα ατμοκίνητο ελαιοτριβείο η εταιρεία Λιαπάκης – Σταυρουλάκης για να κουβαλούν με τα καΐκια την πυρήνα στο τότε νέο πηρυνελαιουργείο “ΑΘΗΝΑ”.
Εκεί κοντά σε αυτό το ατμοκίνητο ελαιουργείο υπήρχαν και οι πολλοί μαγατσέδες, μικρές αποθήκες για να βάνουν μέσα τα διάφορα παραγόμενα προϊόντα της περιοχής που ήταν για πώληση προς το μεγάλο Κάστρο και τα νησιά. Από το 1925 που φτιάχτηκε η χωματένια εθνική οδός Χανιά-Σητεία γίνονταν οι μεταφορές από το Κακό Όρος με τα κάρα, έτσι εγκαταλείφθηκε αυτό το λιμανάκι και το ατμοκίνητο ελαιοτριβείο μεταφέρθηκε στις Γούβες.
Επιστρέφοντας σε αυτό το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα παρουσιάζω αυτά τα Γουβιανά μεταπολεμικά γλέντια. Μετά από τη Θεία Λειτουργία και το μοίρασμα των άρτων αυτού του πανηγυριού οι Γουβιανοί και οι καλεσμένοι τους οι πανηγυριώτες μαζεύονταν στους Γουβιανούς κήπους με τους μύλους, τα βληχάτα, τις στέρνες, τις καλύβες που έστρωναν χάμε κάποιο πανί, κάθονταν χάμω και έτρωγαν τα αγνά βρισκούμενα, όπως μπάμιες με πετεινό, καπρικό, βραστό με πιλάφι, μακαρόνια με τυρί, σαλάτες εμπλουτισμένες με γλιστρίδες, Γουβιανό κρασί και αχινούς για ορεκτικά.
Αμέσως πήγαιναν στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα που οι Γουβιανοί καφετζήδες είχαν κάνει πολύ μεγάλες καλύβες με πάγκους από μαδέρια και διοργάνωναν απογευματινά γλέντια μέχρι να βραδιάσει. Το απόγευμα πριν βασιλέψει ο Ήλιος μάζευαν οι οργανοπαίχτες τα κλαπατσίμπανά τους και πορευόμασταν με τα πόδια στις Γούβες, που εκεί διοργανώναμε τη νύχτα δύο γλέντια, ένα στο λιβάδι και ένα στου Τζαγκαρονικολη το μαγαζί.
Όταν το βράδυ γευματίζαμε στα σπίτια μας πηγαίναμε φαγωμένοι στα γλέντια να γλεντήσομε και να χορέψομε μέχρι το πρωί. Όταν πηγαίνανε οι οικογένειες στα γλέντια κερνούσαμε τις γυναίκες λουκούμια, υποβρύχιες βανίλιες, πορτοκαλάδες ΒΙΟΧΥΜ, φλοκιές και άλλα, οι άνδρες συνήθως πήγαιναν στα τεζιάκια και έπιναν ρακί με αστραγάλια, οι άλλοι κάθιζαν σε κάποια τραπέζια και έτρωγαν καπρικό με Γουβιανό κρασί.
Έτσι άρχιζαν αυτά τα γλέντια που εμείς οι <<ντελικανίδες>> τα περιμέναμε όλο το χρόνο να έρθει η μέρα του Αγίου Παντελεήμονα για να χορέψομε τους ανδρειωμένους Κρητικούς χορούς και το σεμνό ερωτικό χορό τανγκό με τις κοπελιές, που όταν χορεύαμε αυτό το τανγκό έλεγε κάποιος καβαλιέρος ΝΤΑΜ ΜΠΟΥΦΕ, που αυτό σήμαινε ότι πρέπει να κεράσουμε όλες τις ντάμες μας για να ενισχύσουμε τον καφετζή και μετά από λίγη ώρα έλεγε κάποιος ΝΤΑΜ ΛΥΡΑΡΗ, που αυτό σήμαινε ότι πρέπει να χαρίσομε λεφτά στους οργανοπαίχτες. Αυτό που δεν μπορώ να μην καταγγείλω είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες το τανγκό, τον σεμνό και ερωτικό χορό τον έχουν απαγορεύσει τα αφεντικά των Κρητικών γλεντιών και δεν θα ξαναχορευτεί ποτέ στα Κρητικά γλέντια. Γιατί;
Τελειώνοντας αυτό το μικρό αφιέρωμα στο Γουβιανό πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα πρέπει να γράψω τα ονόματα των Γουβιανών και των άλλων λυράρηδων και βιολατόρων που έχουν παίξει σε αυτά τα γλέντια.
Των Γουβιανών οργανοπαιχτών, γράφω τα ονόματά τους ανά ηλικια:
Ο Μιχάλης Μαρκάκης ή Σπανός, ο Καλιακάκης Αντώνης ή Καλιακαντώνης, ο Κωστής Μαρκάκης ή Κοντόχας, ο Στερεός Πλευράκης, ο μεγάλος Γουβιανός Λυράρης και τραγουδιστής Γιάννης Κουφαλιτάκης, ο νέος λυράρης Νίκος Μυλωνάκης και άλλοι οργανοπαίχτες από περιοχές της Κρήτης έχουν παίξει σε αυτό το Γουβιανό πανηγύρι, όπως: ο Νίκος Ξυλούρης, ο Βασίλης Σκουλάς, ο Γιώργος Κουμιώτης, ο Γιώργος Καλομοίρης, ο Μιχάλης Τσαγκαράκης, ο Ηρακλής Σταυρουλάκης, ο Γιώργης και ο Κωστής Βασιλάκης, ο Ζαχαρίας Μελεσανάκης και άλλοι.

Άγιε Παντελεήμονα,
κάνε τα θαύματά σου,
και πάντρευε τσι κοπελιές      
που ανάβουν τα κεριά σου.

Στην αναμνηστική φωτογραφία του 1951 διακρίνονται ο Άγιος Παντελεήμονας και οι μεγάλες καλύβες αυτού του πανηγυριού. Επίσης, φαίνονται από αριστερά οι Γουβιανοί νέοι: Γιώργης Σταυρουλάκης, Σταύρος Σταυρουλάκης, ο μικρός Θανάσης Αναγνωστάκης, ο Κωστής Μιχελάκης και ο Παναγιώτης Σταυρουλάκης



(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 27/7/2018) 

Μικρό αφιέρωμα στον Γουβιανό Μαστρογιώργη Μπαριτάκη (1909-1988)

 Μικρό αφιέρωμα στον Γουβιανό Μαστρογιώργη Μπαριτάκη (1909-1988) 

Πολλές φορές μου έχουν προτείνει οι παλιοί φίλοι του πατέρα μου, του Μαστρογιώργη Μπαριτάκη, να γράψω για την ζωή και την τέχνη του. Μα εγώ απέφευγα να γράψω για τον πατέρα μου γιατί μπορεί να έλεγαν ο Βαγγέλης θέλει να προβάλει τον πατέρα του για να έχει κάποιο ηθικό κέρδος.
Μα εγώ όμως πάντοτε προσπαθώ να γράφω την αλήθεια που είναι “πικρή” ευλογημένη και αθώα. Αλλά πάντα πιστεύω ότι δεν είναι κακό να γράφει κάποιος ένα μικρό αφιέρωμα στην μνήμη του πατέρα του να τον τιμά.
Ο πατέρας μου ο Μαστρογιώργης ή Μάστορας ήταν γιος του παππού μου του Λευτερογιάννη Μπαριτάκη που γεννήθηκε στις Γούβες το 1909  και ήταν πρωτότοκος γιος από τα τέσσερα παιδιά αυτής της οικογένειας που έμειναν ορφανά από μάνα πριν τα δέκα τους χρόνια. Το 1925 που πρωτοφτιαχνόταν η χωματένια εθνική οδός Σητεία-Χανιά, χτίζανε διάφορες πέτρινες καμάρες και καμαράκια. Τότε χτίζανε και τη μεγάλη πέτρινη καμάρα στις Γούβες στην πρώην εθνική οδό.
Τότε βρήκε ο παππούς μου ο Λευτερογιάννης τον αρχιχτίστη αυτής της γέφυρας, τον Ζαχαρία Μηλαθιανάκη και του είπε και πήρε μαζί του τον γιο του τον έφηβο Γιώργο Μπαριτάκη για να μάθει να πελεκά ρουκούνια που στη συνέχεια έμαθε να χτίζει πέτρες  σε άλλες γέφυρες της εθνικής οδού μέχρι τη μεριά της Δαμάστας -Μάραθου Ρεθύμνου. Ο Μαστρογιώργης είχε χτίσει μετά πολλές οικοδομές στις Γούβες, με πέτρες, τούβλα, έκανε και σοβάδες που ενώ τότε οικοδομές και οι δουλειές είχαν ελάχιστες. Αυτός αυτά τα χρόνια κατάφερε και ανέθρεψε τα έξι κοπέλια του.
Τα χρόνια του μεσοπολέμου ο Μαστρογιώργης αυτοδίδακτος, παραδοσιακός  “μηχανικός”, χτίστης περιζήτητος στα πυρηνελαιουργεία της Κρήτης που έχτιζε ατμολέβητες-καζάνια και τις καμινάδες τους, που αυτά ήταν οι βάσεις της λειτουργίας του κάθε πυρηνελαιουργείου.
Αυτά τα μακριά στρόγγυλα και περτσινοφτιαγμένα καζάνια των πυρηνελαιουργείων τα έφερναν τότε από την Γαλλία και από την Αγγλία, τα ξεφόρτωναν έξω από τα πυρηνελαιουργεία και έδιναν στον Μαστρογιώργη παλάνκα και εργάτες να τα μεταφέρει, να τα τοποθετήσει, να τα αλφαδιάσει και να χτίσει με πυρότουβλα τις φλογογέφυρες, φλογοδιαδρόμους που ο Ματρογιώργης έκανε τις φωτιές και περπατούσαν σαν με φυσική ροή από τα θερμαστήρια προς την κορυφή της κάθε καμινάδας.
Ο Μαστρογιώργης έχτιζε και επαγγελματικούς φούρνους που όταν πάθαιναν όλα αυτά τα χτισίματά του ζημιές από τις πολλές θερμοκρασίες αυτός έμπαινε μέσα στην πυρά επιδιορθώνοντάς τα για να επαναλειτουργούν. Η πιο τεχνική περηφάνια του πατέρα μου ήταν όταν έχτιζε τις καμινάδες κάθε πρωί που ανέβαινε στην κορυφή, τις ταρακουνούσε και όταν κουνιόταν κανονικά έλεγε η ανέγερσή τους ήταν καλή.
Ο Μαστρογιώργης ήταν και μαντολινάρης τραγουδιστής και μπασαδόρος των Γουβιανών λυράρηδων, του Σπανού και του Καλιακαντώνη. Πάντα ήταν σεμνός και φιλομαθής και όσοι τον έκαναν παρέα, πάντα τους έκανε να μάθουν κάτι έξυπνο, ακόμα στα γερατειά του όταν καθόταν στα καφενεία των Κάτω Γουβών, είχε στην τσέπη του ένα ραδιοφωνάκι να ακούει τις ελληνικές και παγκόσμιες ειδήσεις και όταν τύχαινε στα χέρια του κάποια εφημερίδα ή περιοδικό έλυνε τα σταυρόλεξα τους. Ο Μαστρογιώργης σε όλη του τη ζωή δεν ήθελε να γίνει πλούσιος και ποτέ δεν ήθελε να γίνει εργολάβος.


(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 11/5/2018) 

Ο αξέχαστος Γουβιανός λυράρης Μιχάλης Μαρκάκης ή Σπανός (1900-1978)

 Ο αξέχαστος Γουβιανός λυράρης Μιχάλης Μαρκάκης ή Σπανός (1900-1978)

Με θέληση, μπόρεση και επιθυμία αποφάσισα να γράψω αυτό το μικρό αφιέρωμα στον αξέχαστο καλό και σεμνό Γουβιανό λυράρη Μιχάλη Μαρκάκη ή Σπανό, σαν ελάχιστο φόρο τιμής. Η καταγωγή του ήταν από τις Γούβες. Ο πατέρας του ο Λυπογιάνης Μαρκάκης ήταν πρώτος ξάδερφος του Γουβιανού εθνικού ποιητή και λυράρη Ιωάννη Κωνσταντινίδη (1848-1917). Κάποτε ρώτησα τον Σπανό “Μπάρμπα Μιχάλη, μα ποιος σε έμαθε λύρα, και εκείνος μου απάντησε: “Εμένα μου αρμήνευε ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντινίδης όταν ερχότανε στις Γούβες, αλλά με επηρέασαν για να μάθω λύρα και άλλοι παλιοί λυράρηδες της περιοχής, ακόμη και ο Τούρκος λυράρης ο Ισμαήλης που παίζω δυο-τρεις σκοπούς του”. Αυτός ο Γουβιανός και σεμνός λυράρης ήταν πασίγνωστος εκτός από τις Γούβες, στα γύρω χωριά, στην επαρχία πεδιάδας, στο Οροπέδιο Λασιθίου και αλλού.
Τις κεντρικές δεκαετίες του περασμένου αιώνα στις Γούβες είχαμε δύο λυράρηδες τον Σπανό και τον Καλιακαντώνη που αυτοί ήταν τα “ραδιόφωνα”, οι “τηλεοράσεις” και οι “δίσκοι” και οι ελπίδες για κάθε διασκέδαση. Τα χρόνια εκείνα ο Σπανός και ο Καλιακαντώνης δεν τραγουδούσαν γιατί τότε οι Γουβιανοί γλεντιστάδες τραγουδούσαν τόσο πολύ που δεν τους άφηναν να τραγουδούν, έτσι συνήθισαν και  δεν τραγουδούσαν.
Ο αξέχαστος Γουβιανός λυράρης Μιχάλης Μαρκάκης ή Σπανός ήταν πολύ παθιασμένος με την λύρα του και την κρητική μουσική, όταν έπαιζε σε γλέντια, γάμους και καντάδες η μουσική της βιολόλυρας του ήταν γλυκιά. Συνήθως έπαιζε πεδιαδίτικες και στειακές κοντυλιές, συρτά, πεντοζάλια, καλαματιανά και άλλους παλιούς σκοπούς που δεν έχουν καταγραφεί, επίσης έπαιζε πολύ σωστά τον πηδηχτό, που όπως έλεγαν τότε έπαιζε πάνω από 70 γυρίσματα αυτού του ανδρειωμένου πηδηχτού. Όταν έπαιζε ο Σπανός αυτόν τον Καστρινό πηδηχτό, πάντα έπαιζε με την βιολόλυρα του ασκομαντούρα και ξεφάντωναν οι χορευτάδες.
Τις κεντρικότερες δεκαετίες του περασμένου αιώνα ο πιο βασικός συνεργάτης του Σπανού και του Καλιακαντώνη ήταν ο πατέρας μου ο Μαστρογιώργης Μπαριτάκης, μαντολινάρης και τραγουδιστής. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι βασικοί συνεργάτες του Σπανού ήταν ο ανιψιός του ο καλός βιολάτορας και τραγουδιστής ο Κωστής Μαρκάκης ή Κοντόχας. Ο αδερφός μου Γιάννης Μπαριτάκης, λαουτιέρης και τραγουδιστής, ο ανιψιός του ο βιολάτορας και λυράρης Στερεός Πλευράκης και άλλοι Γουβιανοί οργανοπαίχτες είχαν παίξει με τον Σπανό σε γλέντια και παρέες όπως ο Γιάννης Γιαννουδάκης, ο Παυλής ο Δετοράκης, ο Νίκος ο Μαυράκης ή Σκουντής και άλλοι.
Δεν μπορώ όμως να μην αναφέρω τον αγαπητό και πρώτο ανιψιό του Σπανού, τον μεγάλο λυράρη και τραγουδιστή Γιάννη Κουφαλιτάκη που στην καλλιτεχνική του καριέρα ήταν διδαγμένος και επηρεασμένος από τα παιξίματα του μπάρμπα του, του Σπανού, ιδιαίτερα στον πηδηχτό. Από το γενεαλογικό δέντρο της γουβιανής οικογένειας του Σπανού και των Μαρκάκηδων βγήκαν πάνω από δέκα οργανοπαίχτες επαγγελματίες και ερασιτέχνες που σχεδόν όλοι είχαν επηρεαστεί από το σεμνό και καλό λυράρη μπάρμπα τους, τον Σπανό, και γράφω τα ονόματα τους ανά ηλικία.

1) ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ  Ποιητής, Λυράρης
2) ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΡΚΑΚΗΣ Ή ΣΠΑΝΟΣ  Λυράρης
3) ΚΩΣΤΗΣ ΜΑΡΚΑΚΗΣ Ή ΚΟΝΤΟΧΑΣ  Βιολάτορας, Τραγουδιστής
4) ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΑΚΗΣ ΤΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ  Βιολάτορας
5) ΣΤΕΡΕΟΣ ΠΛΕΥΡΑΚΗΣ Λυράρης, Βιολάτορας
6) ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΦΑΛΙΤΑΚΗΣ Λυράρης, Τραγουδιστής
7) ΜΙΧΑΛΗΣ  ΜΑΡΚΑΚΗΣ ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΧΑ Μαντόλα, Μαντολίνο, Μπουλγάρι, Ασκομαντούρα
8) ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΛΕΥΡΑΚΗΣ Κιθαρίστας, Τραγουδιστής
9) ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΛΕΥΡΑΚΗΣ Μπουζούκι, Μαντολίνο, Λαούτο
10) ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΛΤΕΖΑΚΗΣ Μπουζούκι, Μαντολίνο
11) ΝΙΚΟΣ ΜΥΛΩΝΑΚΗΣ Λυράρης, Τραγουδιστής

Αυτός ο Γουβιανός λυράρης ο Σπανός αγαπούσε πολύ την γυναίκα του την Μαρία και όλους τους Γουβιανούς, ιδιαίτερα τους μερακλήδες και συμβούλευε τους νέους Γουβιανούς οργανοπαίχτες να παίζουν παλιούς σκοπούς. Στην πορεία της ζωής του ο μπαρμπα-Μιχάλης δεν έγραψε δίσκους, ευτυχώς όμως έχουν μαγνητοσκοπήσει ορισμένους σκοπούς από την λύρα του που ακούγεται ότι σύντομα θα τους κυκλοφορήσουν σε CD.
Δεν μπορώ να μην προτείνω σε όλους τους χωριανούς μου  τους Γουβιανούς και ιδιαίτερα στους εναπομείναντες Γουβιανούς οργανοπαίχτες μερακλήδες και χορευτές να μαζευτούμε ένα βράδυ σε ένα  γουβιανό καφενείο -Ντουκιάνι, να πιούμε έστω μια ρακί με δυο αστραγάλια, να παίξουμε τους σκοπούς του Σπανού, να τραγουδήσουμε, να χορέψουμε στην μνήμη του γιατί εμείς οι Γουβιανοί της τρίτης ηλικίας ανατραφήκαμε, μεγαλώσαμε και διασκεδάζαμε με την λύρα και την μουσική του Σπανού.
Τελειώνοντας αυτό το μικρό αφιέρωμα στον αξέχαστο λυράρη μας, τον Σπανό, προτείνω σε εμάς τους Γουβιανούς, ότι πρέπει εμείς όλοι μαζί, να προτείνουμε στις Αρχές των Γουβών, να ονομάσουν ένα δρόμο με το όνομα, “ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΡΚΑΚΗΣ Ή ΣΠΑΝΟΣ, ΓΟΥΒΙΑΝΟΣ ΛΥΡΑΡΗΣ”


(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 16/4/2018) 

Η αξέχαστη Γουβιανή μαμή Ευγενία Γ. Κουφαλιτάκη (1890-1971)

Η αξέχαστη Γουβιανή μαμή Ευγενία Γ. Κουφαλιτάκη (1890-1971) 


Με σεβασμό και εκτίμηση προς την αείμνηστη Γουβιανή μαμή Αυγιονιά Κουφαλιτάκη, αποφάσησα να γράψω ένα μικρό αφιέρωμα στην μνήμη της σαν ελάχιστο φόρο τιμής.
Επειδή το σπίτι του πατέρα μου ήταν πολύ κοντά στο σπίτι της Αυγιονιάς ανατράφηκα και μεγάλωσα κοντά της και με αγαπούσε όπως όλα τα γειτονάκια και όλες τις Γουβιανές και τους Γουβιανούς. Ιδιαίτερα όμως αγαπούσε τα εγγόνια της, τα κοπέλια του γιού της του Μανώλη Κουφαλιτάκη.
Αυτή η Γουβιανή μαμή είχε χάσει τον άνδρα της από καρδιακό επεισόδιο και ήταν πάντα μαυροντυμένη, με μαύρο τσεμπέρι μέχρι που πέθανε. Ηταν ψηλή, μετρημένη, σοβαρή, μεγαλοπρεπής, αξιοσέβαστη, αξιέπαινη και αξιότιμη γυναίκα. Πάνω από μισό αιώνα και μέχρι τη δεκαετία του 1960 όλες οι εγκυμονούσες των Γουβών και πολλές άλλες από τα γύρω χωριά ήλπιζαν σε αυτή τη Γουβιανή μαμή να τις ξεγεννήσει.
Ανά πάσα στιγμή την καλούσαν και πήγαινε πρόθυμα στα σπίτια τους και τις ξεγεννούσε σαν να ήτανε η καλύτερη μαμογιατρός. Η σεμνότητα και η μεγαλοπρέπεια αυτής της Γουβιανής μαμής ήταν μεγάλη, ποτέ δεν ζήτησε λεφτά ή κάτι άλλο όταν ξεγεννούσε τις εγκυμονούσες.
Πάνω από μισό αιώνα και τα χρόνια της μαύρης Γερμανικής Κατοχής η Αυγιονιά Κουφαλιτάκη ήταν η μεγαλύτερη ελπίδα για την κάθε Γουβιανή εγκυμονούσα για να την ξεγεννήσει και να λευτερωθεί αυτή και το κοπέλι της. Η προσφορά αυτής της Γουβιανής μαμής ήταν ανεκτίμητη γιατί πάντα έκανε το καθήκον της όπως της έλεγε η ανθρωπιά της και η συνείδησή της, χωρίς διακρίσεις.
Τα χρόνια εκείνα, της φτώχιας και των κακουχιών και στις Γούβες οι γυναίκες έκαναν πολλά κοπέλια που ορισμένα πέθαιναν σε μικρή ηλικία γιατί δεν υπήρχαν ειδικά φάρμακα και σύγχρονα ιατρικά μέσα. Μέχρι να ζω θα έχω μεγάλη εκτίμηση, σεβασμό και χρέος στην αείμνηστη γειτόνισσα και συμπεθέρα μου, τη μαμή Αυγιονιά Κουφαλιτάκη διότι ξεγέννησε την μάνα μου έξι φορές.
Η Αυγιονιά Κουφαλιτάκη, αγαπούσε πάρα πολύ τα εγγόνια της τα οποία παρότι έμεναν στην κάτω γειτονιά των Γουβών και εκείνη στην πάνω γειτονια την επισκέπτονταν πολύ συχνα χωρίς να τα εμποδίζει η απόσταση. Την αξέχαστη Αυγιονιά την αγαπόυσε πιο πολύ απ’ όλους ο μικρότερος εγγονός της, ο μεγάλος Γουβιανός Λυράρης και τραγουδιστής, ο Γιάννης Κουφαλιτάκης που ειναι ο μαναδικός από τα 5 εγγόνια της που της μοιάζει. Γι’ αυτό  ο Γιάννης βάπτισε την μεγάλη του κόρη Ευγενία, το όνομα της γιαγιάς του.
Μα όσα και να γράψω γι’ αυτήν τη Γουβιανή μαμή θα είναι λίγα. Με απλό τρόπο όμως προτείνω στους συντοπίτες μου, τους Γουβιανούς, να κάνουμε στις Γούβες ένα μνημόσυνο, να ανάψουμε ένα κεράκι στην μνήμη της να την τιμήσουμε, να ονομάσουμε έναν δρόμο στις Γούβες με το όνομά της. Και να κάνουμε στις Γούβες, στο Λιβάδι, μια προτομή με τη  μορφή της, και με αυτόν τον τρόπο οι Γούβες θα την τιμούν πάντα.


(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 26/2/2018) 

Αφιέρωμα στον Γουβιανό Λεωνίδα Γεωργιάδη Λόγιο (1832-1870)

Αφιέρωμα στον Γουβιανό Λεωνίδα Γεωργιάδη Λόγιο (1832-1870)

 

«Εγώ δεν είμαι ποιητής,
μα ‘γραψα μαντινιάδες
στο Λόγιο τον Γουβιανό
που ‘χε αρετές μεγάλες.

Λόγιε τους αγώνες σου
δεν πρέπει να ξεχνούμε
γιατί κι αυτοί ‘ναι αφορμή
και χωρίς Τούρκους ζούμε.
­­­
Λόγιε τους αγώνες σου
δεν τσ’ έχουν λησμονήσει
η κρητική ιστορία μας
τσ’ έχει φιλοξενίσει.

Λασίθι, Κάστρο, Ρέθυμνο,
Χανιά, κάνουν την Κρήτη
και σαν τον Λόγιο λιγοστοί 
γεννιούνται στον πλανήτη.

Να ‘τανε σαν τον Λόγιο 
στον κόσμο οι ανθρώποι
θα ‘ταν η γης ειρηνική 
κι ελεύθεροι όλοι οι τόποι.

Δυο Λεωνίδες γέννησαν, 
η Σπάρτη και η Κρήτη
κι αθάνατη ‘ναι η δόξα τους 
οσάν τον Ψηλορείτη.

Όσο θα στέκει η Έδερη 
κι όσο περνούν οι χρόνοι
του Λόγιου η ανθρωπιά, 
διδάσκει, μεγαλώνει.

Ένα καιρό η Κρήτη μας, 
φάρο ‘χε στο σκοτάδι
και πυξίδα προς λευτεριά 
το Λογεωργιάδη.

Στις Γούβες τον Γεροτζανό, 
στου σκοτεινού το σπήλιο
το Λόγιο οι Τούρκοι ψάχνανε 
μ’ αλλού ‘χε καταφύγιο.

Γούβες, Σκοτεινό, Κόξαρη 
κι Αη Γιώργης κοντά ‘ναι
που Τούρκοι συχνοψάχνανε 
το Λόγιο να φάνε.

Οι Τούρκοι Λόγιε σου ‘χανε 
μεγάλο αχτημάνη
κι ήθελαν να σε γδάρουνε 
σαν τον Δασκαλογιάννη.

Λόγιε ο Μεχμέτ Πασσάς 
σ’ έχ’ επικηρυγμένο
κι αν σ’ έπιανε θα σε ‘χενε 
γδαρμένο, σταυρωμένο.

Επαναστάτες Κρητικοί 
σε ‘χανε Γραμματέα
επαναστάτη Λόγιε 
της λευτεριάς φορέα.

Δυο Γουβιανοί, ο Λόγιος 
κι ο ποιητής στη Σύρο
σμίξανε μα δεν κάμανε 
ούτε ‘κια Τούρκο φίλο.

Κωνσταντινίδη που ‘γραψες 
του Λόγιου ποίημα ένα
να μάθουν για τη λευτεριά 
ίντα ‘χενε συρμένα.

Σαν πάω στη Σύρο και θα βρω 
τάφους νεκροταφείου
θα ρίξω ένα γαρύφαλλο 
στη μνήμη του Λογίου.

Γιατί ‘ναι κια τα κόκαλα 
του Λόγιου θαμμένα
μνημονεμένα κι έντιμα 
τα ‘χουμε ξεχασμένα.

Οι Γούβες δε σε ξέχασαν, 
θέλουν να σε τιμήσουν
Λόγιε, και μελλοντικά 
άγαλμα θα σου στήσουν.

Στη λεωφόρο των Γουβών, 
Λόγιε τ’ όνομα σου
το γράψανε για να τιμούν 
τη μνήμη τη δικιά σου.

Να ‘μουν συνθέτης, στιχουργός, 
δίσκο θα ‘χα γραμμένο
στο Λόγιο τον Γουβιανό 
θα ‘χα αφιερωμένο.

Να ζούσες Λόγιε Γουβιανέ, 
ετούτινιε την ώρα
να δεις για λίγους οι λαοί 
τραβούν την ανηφόρα».


(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 20/1/2018) 

Η διακλάδωση και οι πινακίδες

 Η διακλάδωση και οι πινακίδες.

Τριάντα χρόνια περίπου υπάρχουν δίπλα από την διακλάδωση Γουβών δύο παράνομες κρατικές οδικές πινακίδες που η καθεμιά είναι βιδωμένη πάνω σε δύο σιδερένιες σωλήνες που κάνουν τις Κάτω Γούβες μισές. Καθώς έρχεται κάποιος από το Ηράκλειο η μία πινακίδα βρίσκεται δίπλα από το πρώην ξενοδοχείο Έδερη που γράφει ”Κάτω Γούβες” και εννοεί ότι από εκεί αρχίζουν οι Κάτω Γούβες. Και η άλλη κρατική παράνομη οδική πινακίδα βρίσκεται απέναντι από την Παγκρήτια Τράπεζα που και αυτή γράφει ”Κάτω Γούβες” αλλά έχει στη μέση μια κόκκινη διαγώνια χοντρή γραμμή που εξηγεί “νόμιμα” ότι από την διακλάδωση Γουβών μέχρι την πρώην βάση είναι Γούρνες.
Αυτές τις λίγες δεκαετίες που υπάρχουν εκεί αυτές οι παράνομες κρατικές οδικές πινακίδες τις έχουν δει πολλά εκατομμύρια μάτια Ελλήνων και ξένων που φυσιολογικά αυτοί οι άνθρωποι εννοούν ότι από την διακλάδωση Γουβών μέχρι την βάση είναι Γούρνες. Και εμείς οι Γουβιανοί βλέπουμε κάθε μέρα αυτές τις παράνομες πινακίδες. Αλλά μάλλον δεν μας ενδιαφέρει το ότι αυτές οι πινακίδες κόβουν στα δύο σαν δίκοπα μαχαίρια τον τόπο μας τις Κάτω Γούβες. Εγώ όμως σαν Γουβιανός, σαν απλός και ασήμαντος άνθρωπος έχω καταγγείλει αυτή την παράνομη εκκρεμότητα τρεις φορές στον τοπικό τύπο και στα ραδιόφωνα και το έχω πει αμέτρητες φορές στους συντοπίτες μου αλλά “φωνή βοώντος εν τη ερήμω”.
Υπάρχουν όμως ελπίδες στο μέλλον ότι κάποτε θα γίνει διαπλάτυνση αυτού του δρόμου και θα ξηλωθούν αυτές οι πινακίδες, αλλά μπορεί να τις ξανάτσιμενταρουν  στους ίδιους τόπους για να συνεχίζεται  η “αδράνεια” στις Κατω Γούβες. Γιατί συνήθως και στις Γούβες ό,τι δεν γεμίζει λεφτά τις τσέπες μας δεν γινόταν, δεν γίνεται και δεν θα γίνεται. Υπάρχουν όμως ελπίδες να γίνει στο μέλλον κάποιο θαύμα και να σηκωθούμε ένα πρωί και να έχουν πάει μόνες τους αυτές οι κρατικές και παράνομες οδικές πινακίδες στον τόπο τους, στην πρώην αμερικανική βάση στις Γούρνες στα σύνορα Γουρνών-Γουβών.


(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 3/1/2018)

Ποιοι μας απαγορεύουν να χορεύουμε στα κρητικά γλέντια τον πιο επίσημο ερωτικό χορό του κόσμου, το τανγκό;

Ποιοι μας απαγορεύουν να χορεύουμε στα κρητικά γλέντια τον πιο επίσημο ερωτικό χορό του κόσμου, το τανγκό; 

Τις  τελευταίες δεκαετίες σχεδόν όλα τα «Αφεντικά και οι Σωτήρες» των κρητικών γλεντιών αποφασίζουν και διατάζουν και μας απαγορεύουν να χορέψουμε στα κρητικά γλέντια και στους γάμους τον πιο επίσημο χορό του κόσμου, το τανγκό. Ενώ πριν λίγες δεκαετίες σε κάθε κρητικό γλέντι και στους γάμους χορεύαμε δυο τρεις φορές αυτόν τον  μεγαλοπρεπέστατο χορό, το τανγκό.
Για να χόρευαν οι τότε νέοι αυτόν τον χορό, σηκώνονταν με θάρρος και πήγαιναν  στους γονείς της κάθε κοπελιάς και έπαιρναν άδεια για να την χορέψουν και μετά ξανά ρωτούσαν την κάθε κοπελιά αν θέλει να χορέψει με αυτόν τον νεαρό.
Επειδή τα παλιά χρόνια τα γλέντια ήταν φτωχά αγνά, σεμνά και μεγαλοπρεπέστατα  σχεδόν όλες οι οικογένειες  γευμάτισαν στα σπίτια τους και μετά πήγαιναν στα γλέντα-πανηγύρια, συνήθως τις γυναίκες τις κερνούσαν λουκούμια, βιοχύμ πορτοκαλάδες, βανίλιες κουταλιού, καραμέλες, φλόκες κ.α.
Για να ενισχύσουν οι χορευτάδες  καβαλιέροι στο χορό τανγκό τους τότε καβετσίδες και τους οργανοπαίχτες είχαν καθιερώσει δύο συνθήματα – έθιμα που μέσα από αυτόν τον χορό έλεγε κάποιος  ΝΤΑΜΠΟΥΦΕ, που εσήμαινε ότι σταματούσαν τα όργανα και κερνούσαν όλες τις κοπελιες.
Μετά από λίγο έλεγε κάποιος άλλος ΝΤΑΜ ΛΥΡΑΡΗ που εσήμαινε ότι οι χορευτάδες  χάριζαν μπαξίσα στους οργανοπαίχτες τώρα όμως και αυτά τα έθιμα τα έχουν απαγορέψει.
Τις  τελευταίες δεκαετίες, που οι περισσότεροι γάμοι στην Κρήτη γίνονται με μεγάλες τιμές για το κάθε ζευγάρι, οι γονείς τους και οι καλεσμένοι τους περιμένουν με αγωνία να χορέψει το ανδρόγυνο αυτό τον ερωτικό χορό, το τανγκό για να χαρούν όλοι μαζί.
Κρίμα λοιπόν που απαγορεύουν όλους εμάς τους Κρητικούς να χορεύομε στα κρητικά γλέντια και στους γάμους αυτόν τον επίσημο, μεγαλοπρεπέστατο, ερωτικό και παγκόσμιο χορό, το τανγκό.
Αυτό που πρέπει να μην ξεχνούμε όλοι οι Κρητικοί είναι ότι σε κανένα μέρος του κόσμου δεν απαγορεύουν τους κρητικούς  χορούς.
Γιατί λοιπόν τα αφεντικά των κρητικών γλεντιών μας απαγορεύουν τετελεσμένα να χορεύομε σε όλα τα κρητικά γλέντια το τανγκό.


(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 19/12/2017)

Ανώτατη Σχολή για τη Λευτεριά

 Ανώτατη Σχολή για τη Λευτεριά.

Όλοι οι Έλληνες ξέρομε καλά ότι στην πατρίδα μας, την Ελλάδα, υπάρχουν πολλά πανεπιστήμια διαφόρων τεχνολογικών και επιστημινικών σχολών που παρέχουν δίκαια μεταπτυχιακά και διδακτορικά πτυχία. Μέσα σε όλα τα ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια δεν υπάρχει μια σχολή για τη ΛΕΥΤΕΡΙΑ
. Ενώ μέσα στα πανεπιστήμια υπάρχουν συγγενικές σχολές με τη Λευτεριά και τον πολιτισμό, όπως είναι οι σχολές Αθλητισμού, Ιστορίας, Θεολογίας, Μουσικής Παράδοσης, Αρχαιολογίας, Φιλολογίας και πολλές άλλες. Γιατί όμως δεν υπάρχει μια σχολή για την αιματοβαμμένη λευτεριά;
Eνω ο Ύψιστος Ελληνικός Εθνικός Ύμνος μας σε δυο σημέια λέει «σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή» δηλαδή εξηγεί ότι πάνω στην κόψη του σπαθιού είναι η λευτεριά, και συνεχίζει ο Ο Εθνικός μας Υμνος: « απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν ανδριωμένη χαίρε ω χαίρε λευτεριά.» Έτσι ο Εθνικός μας Ύμνος μάς εξηγεί πού είναι η λευτεριά, που οταν την χρειαζόμαστε να ξέρομε που είναι. Μα τη λευτεριά τη συναντούμε παντού, όπως στον αέρα, στα νερά, στη φύση, στο σύμπαν.
Σε εμάς τους Έλληνες είναι πασίγνωστο ότι οι Αρχαίοι και οι ενώτεροι προοδευτικοί Έλληνες έψαχναν τη Λευτεριά και έλεγαν: “καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά 40 χρόνια σκλαβιά και φυλακή”  και «οι Σουλιώτισσες δεν ζουν με δίχως την Ελευθερία» όπως στο ΑΡΚΑΔΙ έλεγαν “Ελευθερία ή Θάνατος”.
Ακόμα στον 1ο και 2ο Παγκόσμιο πόλεμο σκοτώθηκαν της Ελλάδας τα παιδιά για τη λευτεριά μας, και ο Μέγας Νίκος Καζαντζάκης συνέχεια έγραφε για την Λευτεριά γιατί ήταν ελεύθερος. Γι ‘ αυτό ελάχιστοι στενόμυαλοι συνεχίζουν και τον χαρακτηρίζουν «άθεο» και «κομμουνιστή».
Την τελευταία πενηνταετία μικραίνει η παγκόσμια ελευθερία και μεγαλώνει η ημιμάθεια και η αμάθεια. Γιατί οι καινούργιες τεχνολογίες και επιστήμες των ξένων πολυεθνικών οδηγούν τις σκέψεις των ανθρώπων εκεί που δεν πρέπει, και μας απομακρύνουν από τη Λευτεριά.
Έτσι μας έχουν μάθει και ξέρουμε όλα τα προγράμματα που δεν πρέπει να ξέρουμε και αυτά που πρέπει να ξέρουμε δεν τα ξέρουμε. Δηλαδή εμείς οι Έλληνες μάλλον δεν θέλουμε να μάθομαι και να ξέρουμε ότι, κατα την προσωπική μου γνώμη,  ο 3ος Πνευματικός και Οικονομικός Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισε από το 1945. Ετσι ουσιαστικά αυτός ο πόλεμος  βρίσκεται μέσα στο μυαλό μας και μέσα στις τσέπες μας. «Αυτή είναι η λευτεριά που έχομε».
Γι΄αυτό πρέπει να ιδρύσουμε στην Ελλάδα μια Κρατική Πανεπιστημιακή Σχολή για τη λευτεριά μας!

Χωρίς νεκρούς η Λευτεριά βήμα ποτέ δεν κάνει
Γιατί η παντέρμη βρίσκεται στου τουφεκιού την κάννη.

Να’ τανε σαν τους Έλληνες στον κόσμο οι άνθρωποι
Θα’ ταν η γης ειρηνική κι ελεύθεροι όλοι οι τόποι.

 
(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 9/12/2017)

Οι σημερινές κρητικές λύρες δεν είναι οι παραδοσιακές

 Οι σημερινές κρητικές λύρες δεν είναι οι παραδοσιακές

Από τα χρόνια του μεσοπολέμου σχεδόν, όλοι οι αξιοσέβαστοι και αξιέπαινοι οργανοποιοί της Κρήτης άρχισαν να ωραιοποιούν τις Κρητικές  Λύρες και τις έκαναν να μοιάζουν σε διάφορα σημεία με τα βιολιά.
Αυτές οι πραγματικότητες είναι αντιπαραδοσιακές και ίσως να μην αποδίδουν πιο γλυκές και πιο καθαρές φωνές αυτού του τύπου οι λύρες. Δηλαδή σαν να κάνανε αντιπαραδοσιακές «τρύπες στα νερά».
Αυτό όμως που είναι πιο οφθαλμοφανές και ενοχλητικό πάνω στις Κρητικές  Λύρες  είναι τα σιδεροκατασκευασμένα  κουρδιστήρια  τους που από τα χρόνια του μεσοπολέμου  σχεδόν όλοι οι οργανοποιοί της Κρήτης  έβρισκαν κουρδιστήρια των λαούτων που τα έκοβαν με τις σέγιες στη μέση και τα βίδωναν πάνω στα λεφάλια των λυρών.
Αυτά τα κουρδιστήρια πάνω στις  λύρες είναι 2+2 που σημαίνει ότι το ένα περισσέυει ίσως για να κάνουμε «εφέ». Έτσι καθιερώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες οι αντιπαραδοσιακές κρητικές λύρες  που ίσως να νομίζουν οι νέοι Κρητικοί ότι αυτές είναι οι γνήσιες κρητικές παραδοσιακές λύρες. Για όλα αυτά δεν φταίνε οι αξιοσέβαστοι κρητικοί λυράρηδες.
Γιατί ίσως  να τους λένε οι οργανοποιοί ότι αυτές  οι αντιπαραδοσιακές  λύρες έχουν καλύτερες φωνές από τις γνήσιες κρητικές λύρες. Αυτό όμως  που πρέπει να μάθομε και να ξέρομε όλοι οι Κρητικοί είναι πριν από εκαντοντάδες ή χιλιάδες  χρόνια όλες οι κρητικές  λύρες ήταν απλές με ξύλινα κουρδιστήρια όπως  όλες  τις λύρες, τα βιολιά, τα ούτια, τα μπουλγαρί και άλλα παγκόσμια όργανα.
Αυτό όμως που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί όλοι οι οργανοποιοί του πλανήτη στα όργανα που πρέπει βάνουν ξύλινα κουρδιστήρια και οι αξιοσέβαστοι κρητικοί οργανοποιοί μας βάζουν σιδηροκατασκευασμένα σουρδιστήρια στις λύρες μας. Αυτές τις αντιπαραδοσιακές μετατροπές των κουρδιστιριών των κρητικών λυρών τις παρομοιάζω σαν να «κόβομε τα αυτιά των ανθρώπων και τους βιδώνουμε στα κεφάλια σιδηροκατασκευασμένα αυτιά».
Τα τελευταία χρόνια με την ίδια κρητική οργανοποιητική «λογική» έχουν μετατρέψει τα κουρντιστήρια των λαγούτων. Αυτά  ενώ είναι προς τα πίσω, τώρα τα βιδώνουν πάνω σε ένα ταβλάκι προς τα πλάγια και μάλλον μοιάζουν με τα «αυτάκια των  ποντικών» .
Αυτή η αντιπαραδοσιακή μετατροπή των κουρντιστιριών των λαούτων μάλλον είναι μοντερνισμός που δεν χωράει στην κρητική μας παράδοση γιατί όλα τα λαγούτα της Κρήτης και  της  Ελλάδας έχουν τα κουρντιστήρια τους προς τα πίσω. Πιο λυπητερό όμως είναι ότι αναγκάστηκαν οι αξιοσέβαστοι λυράρηδές μας και παίζουν αντιπαραδοσιακές λύρες με σιδεροκατασκευασμένα κουρδιστήρια και αυτή η συνήθεια θα συνεχίζεται μέχρι να στέκονται τα βουνά.


(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 2/11/2017)

Ποιοι “ξεβάπτισαν” τον Καστρινό πηδηχτό χορό και τον βάφτισαν “Μαλεβιζιώτη”;

 Ποιοι “ξεβάπτισαν” τον Καστρινό πηδηχτό χορό και τον βάφτισαν “Μαλεβιζιώτη”;

Τις τελευταίες δεκαετίες ορισμένοι «προστάτες, σωτήρες, αφεντικά» και παρουσιαστες των παραδοσιακών χορών μας «ξεβάφτισαν» τον καστρινό πηδηχτό και τον «βάπτισαν Μαλεβιζιώτη». Το πιο λυπηρό όμως είναι ότι σχεδόν ολοι οι Καστρινοί έμαθαν και λένε το χορό τους τον καστρινό πηδηχτό, μόνο Μαλεβιζιώτη.
Ενώ οι παλιοί Χανιώτες συνεχίζουν και τον λένε με το ονομά του καστρινό πηδηχτό. Όπως στον ανατολικό Νομό Ηρακλείου και στον νομό Λασιθίου οι περισσότεροι συνεχίζουν και τον λένε πηδηχτό Καστρινό.
Ετσι τους τελευταίους καιρούς ορισμένα «δυνατά αφεντικά» και παρουσιαστές των κρητικών παραδοσιακών χορών μας τους αρέσει να μη λένε ποτέ την λέξη Καστρινός πηδηχτός μόνο τον ονομάζουν «Μαλεβιζιώτη» που με αυτή την αντιπαραδοσιακή νίκη τους έκαναν σχεδόν όλους τους Κρητικούς και άλλοι αποφεύγουν, άλλοι ντρέπονται, άλλοι φοβούνται να λένε τον Καστρινό Πηδηχτό με το ονομά του για να μην τους  χλευάζουν ή να τους κοροϊδεύουν.
Έτσι αναγκάστηκαν και συνήθισαν σε όλη την Οικουμένη οι Κρητικοί και λένε αυτόν τον πηδηχτό χορό «Μαλεβιζιώτη». Όποιος λοιπον θέλει να λέει αυτόν τον πηδηχτό χορό «Μαλεβιζιώτη» πρέπει να εξηγεί σε αυτούς που ακούν αυτή τη λέξη τι είναι.
Μαλεβιζώτικος ποταμός, μαλεβιζιώτικος ουρανός, μαλεβιζιώτικος δέτης ή μαλεβιζιώτικος πηδηχτός όπως λέμε χανιώτικος συρτός ή καστρινός πηδηχτός, έτσι έχουμε χορούς στην Κρήτη  που έχουν δύο ονόματα.


(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 16/10/2017)

Τιμή στον Γουβιανό ποιητή και λυράρη, Ιωάννη Κωνσταντινίδη

Τιμή στον Γουβιανό ποιητή και λυράρη, Ιωάννη Κωνσταντινίδη.

Από το 2016 συχνά λέω στους χωριανούς μου, τους Γουβιανούς, ότι το 2017 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατο του χωριανού μας, του ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΑΓΩΝΙΣΤΗ ΚΑΙ ΛΥΡΑΡΗ Ιωάννη Κωνσταντινίδη 1848-1917. Για μισό αιώνα έγραφε, απήγγειλε και δημοσίευε τα ποιήματά του στην Κρήτη, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Σύρο, στην Τήνο, στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια και αλλού για τη Λευτεριά και τον Πολιτισμό μας.
Γι’ αυτούς τους λόγους πρέπει εμείς οι Γουβιανοί, όλοι μαζί, οι απλοί άνθρωποι, οι υπεύθυνοι, οι προύχοντες και οι κατά φαντασία νεοπλουτισμένοι, να κάνουμε στις Γούβες ένα μνημόσυνο, να ανάψουμε ένα κεράκι  στη μνήμη του, τους αγώνες για τα εκατό χρόνια από το θάνατό του (1917-2017).  Ενώ τελειώνει το 2017, ΕΜΕΙΣ οι Γουβιανοί τα καταφέραμε και δεν κάναμε αυτό το μνημόσυνο και δεν ανάψαμε ένα κεράκι στην ΜΝΗΜΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΜΑΣ Ιωάννη Κωνσταντινίδη.
Ένα άλλο κακό κατόρθωμα εμάς των Γουβιανών είναι ότι από το 1917 που πέθανε αυτός ο ποιητής και λυράρης ΜΑΣ, είναι ότι τα καταφέραμε και δεν του κάναμε έναν ανδριάντα στις Γούβες, στο Λιβάδι, να τον τιμήσουμε. Αλλά ευτυχώς ο Δήμος Καβάλας έκανε ένα άγαλμα στον ποιητή μας, στην κεντρική πλατεία της Καβάλας που τον τιμά.
Έτσι, εμείς οι Γουβιανοί με τον ίδιο τρόπο και την ίδια αδιαφορία τα καταφέραμε και δεν του κάναμε έναν Ανδριάντα, στις Γούβες, στο Λιβάδι του μεγάλου Γουβιανού, Κρητικού,  τίμιου Πολιτικού Επαναστάτη Λεωνίδα Γεωργιάδη Λόγιου 1832-1870 και εκλεγμένου την 1/2/1868 γενικού γραμματέα της Επαναστατικής Κυβέρνησης της Κρήτης. Επανερχόμενος στη ΜΝΗΜΗ  των 100 χρόνων από τον θάνατο του Ιωάννη Κωνσταντινίδη.
Εγώ φαντάζομαι ότι το 2117, που θα συμπληρωθούν 200 χρόνια  από τον θάνατο αυτού του Ποιητή, πιθανον τότε να τον τιμησουν και να  ανάψουν ένα κεράκι στη μνήμη του αντί για εμάς. Γι’αυτές τις αναμφισβήτητες απαράδεχτες πραγματικότητες δεν φταίμε εμείς οι απλοί και ασήμαντοι Γουβιανοί, γιατί εμείς δεν είμαστε αρχές των Γουβών αλλά ούτε των αρχών μας…

 
(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 7/10/2017)

ΓΟΥΒΙΑΝΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΕΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

ΓΟΥΒΙΑΝΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΕΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Γέννημα θρέμμα, Καστρινέ
και Μυλοποταμίτη,
του καπετάν Μιχάλη γιε,
Βαρβαροπεδιαδίτη.


Το σώμα σου κι αν πέθανε, 
κάθε έργο σου φωτίζει,
κι ό,τι ‘γραψες κάθε κακό,
συχνά περιορίζει.


Σ’ όλο τον κόσμο δίνουν φως 
όλα σου τα βιβλία,
και για αυτούς που τα μελετούν, 

είναι περιουσία.

Εξήντα χρόνια σε τιμούν,
Ηράκλειο και Κρήτη
κι αθρώποι προοδευτικοί
απ’ όλο τον πλανήτη.


Νίκο, πάντα φερνόσουνα 
με τους πιο καλούς τρόπους
και η δουλειά σου ήτανε
να αγαπάς τσ’ ανθρώπους.


Κλέφτες, φονιάδες και ληστές 
δεν σ’ άρεσε να σώσεις,
ξεκάθαρα τους τα ‘γραφες,
για να τους διορθώσεις.


Στις χώρες που ταξίδευες
σε ικανοποιούσε,
όταν θα σε ρωτούσανε:
“Έλληνα, από πού ‘σαι;”.


Σχεδόν όλοι οι Κρητικοί
πάντα περήφανοι ‘ναι,
γιατί ο Καζαντζάκης μας
από την Κρήτη είναι.


Του Καζαντζάκη να ‘μοιαζαν 
στον κόσμο οι αθρώποι,
θα ‘ταν η Γη ειρηνική
κι ελεύθεροι όλοι οι τόποι.


Να ζούσες, Καζαντζάκη μας, 
ετούτηνιε την ώρα,
να δεις για λίγους οι λαοί
τραβούν την ανηφόρα.


Μια προτομή σου κάνανε
στου Κάστρου την πλατεία,
γιατ’ είσ’ εσύ ελεύθερος
κι αυτή “Ελευθερία”.


Στην πλατεία της λευτεριάς
του Κάστρου που βαδίζω,
την προτομή σου όταν θα δω, 

τηνε καλημερίζω.

Στο Κάστρο σ’ ένα θέατρο
έδωσαν τ’ όνομά σου,
για να τιμούνε μόνιμα
την καθαρή ανθρωπιά σου.


Στου Κάστρου το Ιστορικό 
Μουσείο με μεράκι
τονε τιμούνε μόνιμα
τον Νίκο Καζαντζάκη.


Στου Κάστρου το Ιστορικό 
Μουσείο έχουν κάνει
του Καζαντζάκη αίθουσες
κι όποιος τις δει δεν χάνει.


Και στους Βαρβάρους σού ‘καναν 
Μουσείο Καζαντζάκη
κι όποιος το δει, το μελετά
για να τονε διδάσκει.


Ο Δήμος του Ηράκλειου
κι ο Δήμος Καζαντζάκη
πολλές φορές σε τίμησαν
με πάθος και μεράκι.


Και τα πανεπιστήμια
πάντοτε σε τιμούνε
κι απ’ τα γραφτά σου ψάχνουνε 

τρόπους να διδαχτούνε.

Το όνομά σου δώσαμε
στ’ αεροδρόμιό μας,
για να τιμάει διεθνώς
τον τόπο τον δικό μας.


Σε κάθε πόλη και χωριό,
σε δρόμο ή δρομάκι
πρέπει να δώσουν τ’ όνομα
του Νίκου Καζαντζάκη.


Στις Γούβες που ‘ναι ο τόπος μου 
σε τιμούν, Καζαντζάκη,
γιατί τ’ όνομά σου ‘δωκαν
σ’ ένα μακρύ δρομάκι.


Στο Μαρτινέγκο ο τάφος σου 
ήλιος, φεγγάρι κι άστρο
και δίνει φως ελευθεριάς
σ’ ολόκληρο το Κάστρο.


Όσες φορές στον τάφο σου 
πηγαίνω, Καζαντζάκη,
σου αφήνω για φόρο τιμής
ένα γαρυφαλάκι.


Αυτοί που κάνουν τους καλούς, 
αυτοί καλοί δεν είναι,
αυτοί τον Καζαντζάκη μας 

κρυφά κατηγορούνε.

Όσοι ‘χουνε στενά μυαλά
και σε κατηγορούνε
κομμουνιστή και άθεο συχνά
σ’ αποκαλούνε.


Το Νόμπελ δε σου δώσανε
κι οι ξένοι οι εχθροί σου,
γιατί ήσουνε Χριστιανός
και ελεύθερη η γραφή σου.


Απ’ τον Θεό και τους λαούς
δεν είσαι αφορισμένος
ούτε από τον Ιησού Χριστό 

αναθεματισμένος.

Οι εχθροί σου αν μπορούσανε 
θα σ’ έκαναν ρεζίλι
και θα σ’ αφήναν άθαφτο,
να σ’ έτρωγαν οι σκύλοι.


Μα ‘γω ‘μαι καζαντζακικός
κι όσο μπορώ θα μείνω
κι όταν θα πιω κρυγιό νερό, 

στη μνήμη σου το πίνω.

Εγώ ‘μαι καζαντζακικός
κι ό,τι θένε ας πούνε
κι ας με κρυφά αφορέσουνε
κι ας μ’ αναθεματούνε.


Μία βραδιά σε εκδήλωση
του Νίκου Καζαντζάκη
θα χορέψω ζεϊμπέκικο,
τον Ζορμπά του Μουντάκη.


Να ‘μουν συνθέτης, στιχουργός, 
δίσκο θα ‘χα γραμμένο,
στον Καζαντζάκη που τιμώ
θα ‘χα αφιερωμένο.

 
(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 26/9/2017)

Γουβιανές μαντινάδες για τον Ι. Κωνσταντινίδη

 Γουβιανές μαντινάδες για τον Ι. Κωνσταντινίδη

Εγώ δεν είμαι ποιητής
μα ‘γραψα γιατί αξίζει,
μαντινάδες στον ποιητή
Γιάννη Κωνσταντινίδη.


Λεβέντη Κρήτης ποιητή
εσύ ‘παιζες και λύρα,
στην Κρήτη, εις την Αίγυπτο
και ως τη Μακεδονία.


Ποιητή λύρα έπαιζες
και τους σκοπούς της Κρήτης
και με τραγούδια ήθελες
την λευτεριά να ανθίσεις.


Στα χρόνια σου δεν ήγραψες
δίσκους, κασέτες, Γιάννη,
μα έμειναν οι στίχοι σου δίσκους
να γράφουν άλλοι.


Οι Τούρκοι σ’ έλεγαν Ντελή,
Γιάννη Κωνσταντινίδη,
γιατί έγραφες για τη ζωή,
για λευτεριά, για ειρήνη.


Για τον Ομέρ Πασά ‘γραψες,
για μάχες στο Λασίθι
και πως επαναστάτησαν
οι αγωνιστές στην Κρήτη.


Την εκστρατεία του Ομέρ Πασά
που ήγραψες εγώ γράφω,
στο μέλλον θα την παίξουνε
στον κινηματογράφο.


Για όλη την Κρήτη έγραψες
για Ηράκλειο, Αρκάδι,
για το Λασίθι, για Χανιά,
για των Τούρκων το χάλι.


Στίχους, ποιήματα έγραψες
Γιάννη και του Λευτέρη
και τον βοήθησες κι εσύ 

τη λευτεριά να φέρει.

Στου καπετάνιου Κόρακα
τον τάφο έχουν χαράξει,
δικούς σου στίχους
ποιητή του ήρωα που ‘χες γράψει.


Του Κάστρου ο Δήμος
έγραψε σε δρόμο τ’ όνομά σου,
γιατί ποιήματα ‘κανες
τσ’ αγώνες της γενιάς σου.


Τα ποιήματα σου απήγγειλες
Γιάννη σε συγκεντρώσεις,
τσ’ αγωνιστές ξεσήκωνες
με τις δικές σου γνώσεις.


Του ποιητή μας να ‘μοιαζαν
στον κόσμο οι ανθρώποι,
θα ‘ταν η γη ειρηνική
κι ελεύθεροι όλοι οι τόποι.


Μια προτομή σου φτιάξανε
εις την Καβάλα Γιάννη,
γιατί κι εκιά σεβάστηκαν
τσ’ αγώνες που ‘χες κάνει.


Και Εθνικό ποιητή
σ’ έχουνε κυρήξει στην Καβάλα,
ποιητή Γιάννη που έγραφες
για θέματα μεγάλα.


Στο χωριό Γούβες βρίσκεται
το πατρικό σου σπίτι,
που επρωτόγραψες εκιά
ποιήματα και στίχοι.


Στις Γούβες που ανατράφηκες
παντοτινά θα μείνει,
για ελάχιστο φόρο τιμής
η οδός Κωνσταντινίδη.


Στις Γούβες μέσα στο σχολειό
σε μια φωτογραφία,
Κωνσταντινίδη σ’ έχουμε
σα χωριανό μ’ αξία.


Στις Γούβες να σου στήσουμε
μια προτομή σου αξίζει,
στο αγαπημένο σου χωριό
Γιάννη Κωνσταντινίδη. 



(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Πατρίς" στις 2/9/2017)